26 Οκτ 2008

JIMI HENDRIX


Ένας από τους πιο σπουδαίους κιθαρίστες στην ιστορία της ροκ μουσικής, που έκανε επιτυχίες στο τραγούδι και στην σύνθεση. Ένας άνθρωπος που με την τεχνική του και τις καινοτομίες που επέφερε, τον τρόπο με τον οποίο παίζετε η ηλεκτρική κιθάρα..
Γεννήθηκε στο Σιάτλ στις 27 Νοεμβρίου 1942 και το όνομά του ήταν Τζόνι Αλεν Χέντριξ. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο πατέρας του Αλ Χέντριξ αλλάζει το όνομα του γιου του σε Τζέιμς Μάρσαλ και το νεαρό αγόρι γίνεται γνωστό στη γειτονιά του με το υποκοριστικό Τζίμι. Στα εννιά του χρόνια, οι γονείς του χωρίζουν και ο νεαρός Τζίμι ζει για μεγάλο διάστημα με τη γιαγιά του, από την πλευρά της μητέρας του, που ήταν κατά το ήμισυ ινδιάνα Τσερόκι.
Στα 14 χρόνια του αποκτά την πρώτη κιθάρα, που τη βρίσκει πεταμένη στα σκουπίδια και έχει μόνο μία χορδή. Του αρέσει να την κρεμά πίσω από την πλάτη του, όπως ο μοναχικός ήρωας του γουέστερν «Τζόνι Γκιτάρ». Ο νεαρός Χέντριξ θαυμάζει τον Έλβις Πρίσλεϊ και τον Λιτλ Ρίτσαρντ και ακούει μανιωδώς δίσκους του Μάντι Γουότερς και του Λάιτνινγκ Χόπκινς.
Στα 16 του χρόνια, ο Αλ του αγοράζει μια ηλεκτρική κιθάρα και ο νεαρός Τζίμι αρχίζει τη μεγάλη περιπέτειά του με το όργανο αυτό. Συμμετέχει σε πολλά τοπικά γκρουπάκια και τραβά αμέσως την προσοχή με το αστραφτερό του στυλ, αλλά και για το γεγονός ότι ως αριστερόχειρας παίζει με δεξιόχειρη κιθάρα.
Έχοντας μπλεχτεί σε μια κλοπή αυτοκινήτου, ο νεαρός Τζίμι ανταλλάσει μια διετή ποινή φυλάκισης για μια ισόχρονη θητεία στο στρατό. Εκεί, γνωρίζεται με τον μπασίστα Μπίλι Κοξ και αναπτύσσουν μία δυνατή φιλία.
Η θητεία του διαρκεί λιγότερο από ένα χρόνο, καθώς απολύεται λόγω κακής διαγωγής, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι η απόλυσή του οφειλόταν σε ένα σπασμένο αστράγαλο, κατά τη διάρκεια πτώσης του με αλεξίπτωτο.
Το Νοέμβριο του 1962 μπαίνει για πρώτη φορά σε στούντιο στο Νάσβιλ του Τενεσί. Παραμένει για ένα χρόνο στη περιοχή και συνεργάζεται με μουσικούς του Ριδμ εν Μπλουζ όπως ο Σαμ Κουκ και ο Τζάκι Γουίλσον.
Τον Ιανουάριο του 1964 μετακομίζει στη Νέα Υόρκη και τον επόμενο μήνα κερδίζει ένα διαγωνισμό στο θέατρο «Apollo» για ερασιτέχνες μουσικούς. Στη συνέχεια συνεργάζεται με σπουδαία ονόματα όπως οι Isley Brothers, o Curtis Knight, και το ίνδαλμά του Λιτλ Ρίτσαρντ, μια συνεργασία με πολλά προβλήματα. Το 1966 σχηματίζει το δικό του γκρουπ τους «Jimmy James and the blues flames» με έδρα τη Νέα Υόρκη.
Εκείνη την εποχή γνωρίζει τον Φρανκ Ζάππα, ο οποίος του μιλά για το «πεταλάκι» wah-wah,που μόλις είχε ανακαλυφθεί. Ο Χέντριξ το ενσωματώνει στην καθαριστική του παλέτα, μαζί με την παραμόρφωση και την ανάδραση. Από τότε θα γίνει ο αναμφισβήτητος μετρ των μουσικό εφέ. Η καριέρα του θα πάρει την ανιούσα, όταν τον ανακαλύπτει ο Τσας Τσάντλερ, ο πρώην μπασίστας των Animals,που ακολουθεί καριέρα παραγωγού εκείνη την περίοδο. Τον πείθει να εγκαταλείψει την Αμερική και να εγκατασταθεί στο Λονδίνο. Γίνεται ο μάνατζερ του και τον βοηθά να σχηματίσει το γκρουπ «The Jimi Hendrix Exrerience», με τον Νόελ Ρέντιγκ στο μπάσο και τον Μιτς Μίτσελ στα ντραμς. Παίζουν σε μικρά κλαμπ της βρετανικής πρωτεύουσας και γρήγορα δημιουργούν αίσθηση, με τη δεξιοτεχνία του Χέντριξ στην κιθάρα και το σόου, που προσφέρει στο κοινό. Υπογράφουν στην Track Records, δισκογραφική εταιρεία των who, και ηχογραφούν τρία σίνγκλ, που όλα μπαίνουν στο Top- 10:<>, <> και το εμβληματικό <>,με τις παραμορφωμένες κιθάρες, που επηρέασε όσο λίγα τραγούδια τη ροκ συνθετική των επόμενων χρόνων.
Στις 12 Μαίου 1967 ο Χέντριξ κυκλοφορεί το πρώτο άλμπουμ, με τίιλο «Are you experienced», που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Μόνο το αριστουργηματικό «sgt peppers των Beatles του στέκεται εμπόδιο από το Νο 1 του βρετανικού πίνακα των επιτυχιών. Λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 31 Μαίου θα βάλει για πρώτη φορά φωτιά επί σκηνής σε μια κιθάρα. Τη μανία του αυτή θα πληρώσουν στη συνέχεια ενισχυτές και άλλα μηχανήματα, μέχρις ότου οι διοργανωτές θα αποφασίσουν να του βάλουν φρένο. Αλλά αυτό θα αποτελέσει μέρος του σόου του Χέντριξ τα επόμενα χρόνια.
Το καλοκαίρι του 1967 τον γνωρίζει επιτέλους και η πατρίδα του μέσα από το περίφημο φεστιβάλ του Μοντερέι. Ο ροκ σκηνοθέτης Ντέιβιντ Μπενεμπέικερ αποθανάτισε το σπάσιμο και κάψιμο της κιθάρας, στο φινάλε της παράστασής του, στην ταινία του «Monterey pop».
Το 1967 ο Χέντριξ κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ του με τίτλο «Axis as bold». Ακολουθεί τα αχνάρια του πρώτου του άλμπουμ αλλά είναι πιο μελωδικό και τεχνικά ώριμο. Το 1968 κυκλοφορεί το τρίτο του άλμπουμ «electric Ladyland», το πρώτο που φέρει ολοκληρωτικά την μουσική του σφραγίδα. Κατά την διάρκεια των ηχογραφήσεων, ο Τσας Τσάντλερ απογοητευμένος από την τελειοθηρία του Χέντριξ αποφασίζει να διακόψει τις επαγγελματικές του σχέσεις μαζί του.
Ο Τζίμι άρχισε τότε να πειραματίζεται με διαφορετικές ομάδες μουσικών, να χρησιμοποιεί νέα όργανα και ηλεκτρονικά εφέ. Τα τραγούδια του δεν είχαν τη φόρμα ενός ποπ κομματιού είχαν μεγαλύτερη διάρκεια, μη αναγνωρίσιμη μελωδία και πολλά σόλο. Το 1968 ο μπασίστας Νόελ Ρέντινγκ αποχωρεί από το συγκρότημα επειδή ήθελε να στην κιθάρα. Σχηματίζει το συγκρότημα «Fat Mattress» και συχνά ανοίγει τις συναυλίες του Χέντριξ.
Στις 3 Μαίου του 1969 ο Χέντριξ συλλαμβάνεται στο αεροδρόμιο του Τορόντο για κατοχή ναρκωτικών. Στην κατοχή του βρέθηκαν μικροποσότητες ηρωίνης και χασίς και στο δικαστήριο ισχυρίστηκε ότι τα ναρκωτικά του τα έβαλε κάποιος από τους οπαδούς του. Το δικαστήριο έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του και τον αθώωσε. Πάντως ήταν γνωστό ότι ο Χέντριξ φλέρταρε έντονα με τα ναρκωτικά. Ο Τζίμι Χέντριξ παρά τη φήμη του έπεφτε συχνά θύμα ρατσιστικών επιθέσεων, τόσο από λευκούς όσο και από τους αφροαμερικανούς. Οι ομόφυλοί του συχνά τον κατηγορούν ότι παίζει «λευκή μουσική», συνεργάζεται με λευκούς μουσικούς και ερωτεύεται λευκές γυναίκες. Οι πολιτικές του θέσεις ήταν αμφιλεγόμενες. Μετά την διάλυση των «Experience» σχηματίζονται οι «Gypsy sun and Rainbows». Με την διασκευή του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ «Star Spangled Banner» κλέβουν την παράσταση.
Οι «Gypsy sun and Rainbows» διαλύονται και ο Χέντριξ σχηματίζει ένα νέο τρίο «Band of Gypsies» με τον ίδιο στις κιθάρες, τον Μπίλι Κοξ στο μπάσο και τον Μπάντι Μάιλς στα ντραμς. Το γκρουπ κυκλοφόρησε ένα λάιβ άλμπουμ το 1970 με τίτλο το όνομά τους, στο οποίο περιέχεται το εκρηκτικό δωδεκάλεπτο αντιπολεμικό έπος <>. Ο Χέντριξ συνέχισε να ηχογραφεί με καταιγιστικούς ρυθμούς και το καλοκαίρι του 1970 πραγματοποιεί την τελευταία του περιοδεία στην Ευρώπη. Νωρίς το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου, ο Τζίμι Χέντριξ βρίσκεται νεκρός στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στο Λονδίνο. Ο σπουδαίος κιθαρίστας πέθανε κάτω από συνθήκες που δεν έχουν διευκρινιστεί απόλυτα μέχρι σήμερα. Το τελευταίο βράδυ της ζωής του το πέρασε με την Γερμανίδα φίλη του Μόνικα Ντάνεμαν και πιθανώς πέθανε από ένα θανατηφόρο συνδυασμό αλκοόλ και υπνωτικών χαπιών. Ένα μελαγχολικό ποίημα που βρέθηκε στο κρεβάτι του έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι αυτοκτόνησε. Ο Χέντριξ με τις αμέτρητες σχέσεις, άφησε πίσω του δύο παιδιά. Ο ίδιος δεν τα αναγνώρισε εν ζωή, το έκανε όμως αργότερα ο πατέρας του ο οποίος ήταν και ο διαχειριστής της κληρονομιάς του. Ο Χέντριξ άφησε πίσω του αμέτρητες

22 Οκτ 2008

ΤΟ ΠΙΑΝΟ


Εφευρέτης του πιάνου είναι ο Ιταλός Μπαρτολομέο Κριστόφορι. Γεννήθηκε στην Πάδοβα το 1655. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και από μικρός έμαθε την τέχνη της κατασκευής μουσικών οργάνων.
Ήταν πάρα πολύ καλός τεχνίτης και η φήμη του έφτασε ως την Αυλή του Φερδινάνδου της Τοσκάνης. Ο άρχοντας τον κάλεσε στην Αυλή του και εκεί ο Κριστόφορι κατόρθωσε με διάφορους συνδυασμούς και μηχανισμούς που πήρε από τους προγόνους του πιάνου, που ήταν το κλαβίχορδο και το κλαβεσέν, να κατασκευάσει το πρώτο πιάνο.
Παρέμεινε άγνωστος ως εφευρέτης, έως ότου μία εφημερίδα το 1876 αποκάλυψε την εφεύρεση. Ο τίτλος του εφευρέτη τού δόθηκε μετά θάνατον.

Το πιάνο είναι ένα σόλο μουσικό όργανο, που μπορεί να θεωρηθεί έγχορδο ή κρουστό. Παίζεται με πλήκτρα, τα οποία όταν πατηθούν από τον πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούνε τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε δάχτυλο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης. Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πώς χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα.
Τα καλύτερα καθώς και αρκετά ακριβά σε τιμή είναι τα πιάνα με ουρά που είναι μεγάλα όχι μόνο σε μέγεθος αλλά και σε ήχο. Τα όρθια πιάνα είναι ίσως πιο συνηθισμένα γιατί καταλαμβάνουν λιγότερο χώρο αλλά και επειδή είναι λιγότερο ακριβά.
Το πιάνο ονομάστηκε έτσι διότι μπορούσε να παίζει "πιάνο" (piano) που στην ιταλική γλώσσα -και σύμφωνα με τους μουσικούς όρους- σημαίνει σιγά. Τα πρώτα πιάνα, τα φόρτε πιάνο όπως ονομάζονταν (δηλαδή δυνατά-σιγά), εφευρέθηκαν γύρω στα 1700.
Όσον αφορά τη λειτουργία του, πατώντας κάποιο πλήκτρο η χορδή που του αντιστοιχεί "χτυπιέται" από ένα μαλακό σφυράκι καλυμμένο από τσόχα που επιστρέφει πίσω στη θέση του όταν χτυπηθεί η χορδή. Επιπρόσθετα το πιάνο έχει και δύο ή τρία πεντάλ κατω στο κέντρο στο ύψος του πέλματος. Το αριστερό είναι το σιγανό (una corda): πατώντας το, σηκώνεται ένας μοχλός που στα όρθια πιάνα μετακινεί τα σφυράκια κοντύτερα στις χορδές με αποτέλεσμα ο ήχος να είναι σαφώς σιγανότερος ενώ στα πιάνα με ουρά κινεί τα σφυράκια παράλληλα με τις χορδές έτσι ώστε να χτυπούν μόνο την μία από τις διπλές και τριπλές χορδές (εξ' ου και το όνομα una corda - μια χορδή) κάνοντας τον ήχο πάλι πιο απαλό. Το δεξί πεντάλ που ονομάζεται πεντάλ διαρκείας ή δυνατό πεντάλ ανασηκώνει τους σιωπητήρες από τις χορδές και διατηρεί τον ήχο.

ΒΟΙΩΤΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

(Με τον Γιώργο Μπάλιο σε γνωστό κέντρο της Λιβαδειάς)

Συνεχίζοντας την προσπάθεια για τις αναφορές στους μουσικούς της Βοιωτίας, θα θέλαμε να αναφερθούμε και στις νεότερες γενιές των μουσικών, που δραστηριοποιούνται στον χώρο μέχρι και σήμερα.
Θα θέλαμε να ξεκινήσουμε αυτό το κεφάλαιο, με τον τραγουδιστή Γιώργο Δημητρίου, ευχαριστώντας τον με αυτόν τον τρόπο, για την συνεισφορά του στο blog στην μέχρι τώρα προσπάθεια για τις αναφορές στους Βοιωτούς μουσικούς. Τον ευχαριστούμε επίσης για το υλικό που μας παραχώρησε. (Στα πρώτα του βήματα)

Ο Γιώργος γεννήθηκε στις Θεσπιές το 1958. Ξεκίνησε τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι το 1973 σε ηλικία μόλις 15 ετών. Τα ακούσματα της εποχής και της ηλικίας ήταν ποπ συγκροτήματα όπως οι OLYMPIANS, IDOLS, POLL, τραγουδιστές όπως ο Πασχάλης, ο Δάκης, ο Πολυχρονίου, και πολλοί του λαϊκού ρεπερτορίου όπως ο Πάριος, ο Νταλάρας, ο Κλωναρίδης, ο Βοσκόπουλος, κ.α. Το πρώτο ποπ συγκρότημα της Βοιωτίας κάνει την εμφάνισή του στα τέλη του ’73 με το όνομα “SUPER STAR”
(Το συγκρότημα SUPER STAR)
αποτελούμενο από ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο, αρμόνιο, ντράμς και μπουζούκι, μουσικοί από την Θήβα, και τραγουδιστή τον Γιώργο Δημητρίου. Μετά από δύο χρόνια ενεργής παρουσίας σε νυχτερινά κέντρα της περιοχής σε χοροεσπερίδες και πάρτυ στα μέσα του 1975 έρχεται η πρόταση για εγγραφή δίσκου 45 στροφών,
από την εταιρία “astron” σε συνεργασία με τον Μιχάλη Αλεξάκη και τον Χρήστο Νικολόπουλο με τίτλο «καίγομαι». Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, και μπαίνοντας στο κύκλωμα των καλλιτεχνών της Αθήνας ήρθαν προτάσεις και συνεργασίες με ονόματα όπως ο Χάρυ Κλυν, ο Πάνος Μαρίνος, ο Ζαγοραίος, η Ελένη Βιτάλη, η Τζένη Βάνου,
η Χαρούλα Λαμπράκη, η Ελένη Λεγάκη, η Κατερίνα Κόρου, ο Πέτρος Αναγνωστάκης, κ.α. Πόσο εύκολο ήταν το 1976 για έναν πιτσιρικά 18 ετών από την επαρχία να αντισταθεί στους πειρασμούς και στις κακοτοπιές της νυχτερινής Αθήνας; Πόσο εύκολο ήταν να επιβιώσει ανάμεσα στους καρχαρίες; Καθόλου εύκολο απ’ ότι ο ίδιος λέει.
Φαίνεται πως το περιβάλλον και το κλίμα της Αθήνας δεν τον σήκωσε, και πήρε την απόφαση, και «τα μάζεψε» και επέστρεψε στην επαρχία όπου συνεχίζει να τραγουδά σε διάφορα νυχτερινά κέντρα και σε χορούς στην Θήβα, στη Λιβαδειά, στο Βόλο, στη Λάρισα, στη Λαμία, με διάφορα μουσικά σχήματα λαϊκά και δημοτικά, αποτελούμενα από τοπικούς συνήθως μουσικούς. (Το συγκρότημα KOMITES)

Το 1985 ένα λαϊκό συγκρότημα με μουσικούς από τις Θεσπιές, το Λεοντάρι, την Θήβα, και την Ελλοπία, με το όνομα ‘’KO.MI.TE.S’’[KOSTAS(ΚΩΣΤΑΣ ΡΑΠΤΗΣ), MITSOS(ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ), TETIS(ΘΟΔΩΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ), SOTIRIS(ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΟΛΛΙΑΣ)] κάνει τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις σε διάφορα κέντρα της περιοχής, στο οποίο ο Γιώργος είχε αναλάβει τα φωνητικά και το βοήθησε να αναδειχθεί σε μεγάλες αίθουσες της Βοιωτίας και της Αττικής.

Παράλληλα ακολουθούν διάφορες δισκογραφικές δουλειές με τις εταιρίες PANIVAR, VASIBAP, ASTRON, GENERAL MUSIC, καθώς επίσης μουσικές συνθέσεις για άλλους τραγουδιστές όπως ο Γιώργος Αιγύπτιος, ο Αντώνης Κωνσταντινόπουλος, η Βύκη Δούκα, κ.α.
Σήμερα κατοικεί μόνιμα με την οικογένειά του στο Λεοντάρι Βοιωτίας, και περνά τις περισσότερες ώρες στο δικό του studio, όπου Δημιουργεί συνθέσεις και βοηθάει νέους τραγουδιστές στα πρώτα τους βήματα. Ηχογραφεί διαφημιστικά σποτάκια για τοπικά ραδιόφωνα και συμμετέχει τραγουδώντας σε διάφορες εκδηλώσεις και χορούς της περιοχής.

Τελικά πόσο δύσκολο είναι να καταφέρεις να κάνεις καριέρα στη μουσική ή στο θέατρο και να είσαι και καλός οικογενειάρχης; Η προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν συνδυάζεται η καριέρα με την οικογένεια. Εσείς τι λέτε;

20 Οκτ 2008

Η ΚΙΘΑΡΑ


Η κιθάρα είναι έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο που ανήκει στην οικογένεια του λαούτου. Στη σύγχρονη εκδοχή της, αποτελείται συνήθως από έξι χορδές, ωστόσο συναντώνται και παραλλαγές με επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα και δεκαοκτώ. Ο όρος κιθάρα περιγράφει εν γένει αρκετά όργανα που εμφανίζουν παραλλαγές ως προς τη μορφολογία τους ή τον τρόπο εκτέλεσής τους. Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης Hornbostel-Sachs, ανήκει στα σύνθετα χορδόφωνα. Από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή μουσικά όργανα, καθώς χρησιμοποιείται σε μια πληθώρα μουσικών ειδών, όπως η τζαζ, μπλουζ, ροκ, heavy metal ποπ, λαϊκή και παραδοσιακή μουσική, ενώ στη νεότερη ιστορία της χρησιμοποιείται σε ένα αυξανόμενο ρεπερτόριο κλασσικής μουσικής.
Η κιθάρα αποτελείται από δύο κύρια μέρη: το σώμα και το μπράτσο.Το σώμα είναι το πλατύ μέρος της κιθάρας. Ο βασικός ρόλος του είναι να αποτελέσει το σημείο στο οποίο κομπλάρουν οι χορδές για να στηριχτούν σωστά, και περιλαμβάνει τη γέφυρα (ή αλλιώς καβαλάρη) που τεντώνει τις χορδές πάνω από την υπόλοιπη κιθάρα. Χρησιμεύει επίσης και σαν σημείο στήριξης του χεριού που χτυπάει τις χορδές. Στην κλασική και ακουστική κιθάρα είναι κοίλο και χρησιμεύει σαν αντηχείο που ενισχύει τον ήχο της κιθάρας με φυσικό τρόπο, ενώ το ξύλο, το σχέδιο και η ποιότητα κατασκευής του παίζουν αποφασιστικό ρόλο στον τελικό ήχο που θα βγάλει το όργανο. Στην ηλεκτρική κιθάρα είναι συνήθως συμπαγές, και χρησιμοποιείται για να στεγάσει τους μαγνήτες, τα ποτενσιόμετρα που ρυθμίζουν ένταση και τόνο, καθώς και τυχόν ηλεκτρονικά που μπορεί να υπάρχουν. Κι εδώ όμως το υλικό και η ποιότητα κατασκευής παίζουν ρόλο, γιατί επηρεάζουν τον τρόπο που δονείται ολόκληρο το όργανο παράγοντας ήχους. Το μπράτσο της κιθάρας είναι το μακρόστενο μέρος της, και περιλαμβάνει την ταστιέρα, τον ζυγό και τα κλειδιά. Στις κλασικές κιθάρες είναι ενσωματωμένο με την υπόλοιπη κατασκευή, ενώ στους άλλους τύπους (κυρίως στις ηλεκτρικές) μπορεί να είναι και αποσπώμενο. Το μπράτσο χρησιμεύει για να μπορεί ο κιθαρίστας να μεταβάλλει τον ήχο που βγάζει το όργανο, πατώντας τις χορδές σε διαφορετικά τάστα. Ο ζυγός αποτελεί το απέναντι από τον καβαλάρη σημείο τεντώματος των χορδών, ενώ τα κλειδιά είναι τα σημεία όπου καταλήγουν οι χορδές και διαθέτουν κοχλία που επιτρέπει το μεγαλύτερο ή μικρότερο τέντωμά τους, για σωστό κούρδισμα.

Το πίσω μέρος του μπράτσου είναι καμπυλωτό, για να διευκολύνεται το πιάσιμο και η στήριξη του χεριού που πατάει τις χορδές. Στις ηλεκτρικές κιθάρες, αυτή η καμπυλότητα είναι μικρότερη απ' ότι στις υπόλοιπες.
Το ξύλο από το οποίο είναι φτιαγμένο το μπράτσο είναι, όπως και το σώμα, καίριας σημασίας. Για την ταστιέρα επιλέγεται συνήθως έβενος ή τρανταφυλλιά, που δίνουν καλύτερη αίσθηση στο παίξιμο και αντέχουν στις φθορές. Για το πίσω μέρος χρησιμοποιούνται ξύλα που διακρίνονται για την αντοχή τους, καθώς λόγω της τάσης των χορδών δεν είναι δύσκολο να παρουσιαστεί σκέβρωμα (καμπύλωση) στο μπράτσο, πράγμα που καταστρέφει τον ήχο μιας κιθάρας και δυσκολεύει το παίξιμο. Πολλές ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες έχουν μέσα στο μπράτσο ενσωματωμένη μια σιδερένια ράβδο, η καμπυλότητα της οποίας (και επομένως και του μπράτσου) μπορεί να ρυθμιστεί με κλειδί, επαναφέροντας τυχόν σκέβρωμα του μπράτσου.

Οι Χορδές περνάνε πάνω από την ταστιέρα, όπου ο κιθαρίστας τις πιέζει σε διάφορα σημεία (τάστα) με τα δάκτυλα του ενός χεριού εκτός απ' τον αντίχειρα, αυξομειώνοντας το μήκος τους ώστε να αλλάζει ανάλογα την συχνότητα που θα πάλλονται. Το άλλο χέρι του κιθαρίστα κάνει τις χορδές να πάλλονται, είτε "τραβώντας" τες με τα νύχια των δακτύλων, πάλι εκτός του αντίχειρα, είτε χτυπώντας τες με μια πέννα. Τα ηχητικά κύματα που παράγονται σπάνια έχουν μεγάλη ένταση, οπότε είναι αναγκαία η ενίσχυσή τους, είτε με φυσικό τρόπο στην περίπτωση των ακουστικών, όπου χρησιμοποιείται ένα αντηχείο για σώμα στην κιθάρα, είτε με ηλεκτρονικό τρόπο στις ηλεκτρικές κιθάρες όπου χρησιμοποιείται ένας ενισχυτής. Ο ενισχυτής λαμβάνει το ηλεκτρικό σήμα που παράγεται καθώς οι χορδές πάλλονται πάνω από τους μαγνήτες της κιθάρας και το ενισχύει αναλογικά ή ψηφιακά.
Είδη κιθάρας
•Κλασσική κιθάρα
•Ακουστική κιθάρα
•Ηλεκτρική κιθάρα
•Λαϊκή κιθάρα
•Κιθάρα του Flamenco
•Ηλεκτρακουστική κιθάρα
•Ηλεκτροκλασσική κιθάρα
•Δωδεκάχορδη κιθάρα
•Άταστη κιθάρα
•Μπασοκίθαρο
•Τρες
•Κουάτρο
•Πορτογαλική κιθάρα των Fado
•Yucalele
•Pedal steel guitar
•Ρωσική Κιθάρα

19 Οκτ 2008

ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ


Το Μπουζούκι, είναι έγχορδο όργανο.
Αποτελείται από ημισφαιρικό αχλαδόσχημο ηχείο και μανίκι διπλάσιου μήκους, και συνολικά έχει μήκος από 70 εκ. έως 1 μέτρο. Το μανίκι φέρει σταθερά τάστα με βήμα ημιτονίου, και κλειδιά τύπου Τ.
Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ [πάλι ανά ζεύγος]. Παλιότερα, στην ανατολία, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο [μακαμ] της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν έως τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή σε 8χορδο. [Χαρακτηριστική αναφορά σε νοσταλγικο τραγούδι του Μ. Βαμβακάρη: "Να άκουγες το αραπιέν και το καραντουζένι"]
Παίζεται με πένα που αρχικά ήταν ξύλινη [από κερασιά] και πλέον συνθετική.
Το πλέον αγαπημένο και πλέον συκοφαντημένο όργανο στην Ελλάδα είναι ίσως το μόνο που έχει ελάχιστες, κυρίως αισθητικές, διαφορές από τον αρχαίο του πρόγονο, την Πανδούρα.
Ταυτόχρονα είναι το μόνο όργανο, με βάση αυτήν την καταγωγή, που δίχαζε τον ελληνισμό από την αρχαιότητα. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης, σε έναν από τους Φιλιππικούς του, κατηγορεί τον Βασιλιά της Μακεδονίας, πως φιλοξενεί στην αυλή του πανδουρίδες, όργανα που αρμόζουν μόνο στον αμόρφωτο λαό και τους Βαρβάρους! [Οι αιτιάσεις της ελληνικής λογιοσύνης για τα λαϊκά όργανα έχουν μεγάλη ιστορία...]
Όμως, αυτά τα λόγια του Δημοσθένη δεν είναι εντελώς αναίτια. Όπως συντείνουν σχεδόν όλοι οι ερευνητές και λαογράφοι, η μοίρα του Τρίχορδου, ή Πανδούρας, ή Ταμπουρά, αργότερα στην ανατολή Σάζ και εν τέλει Μπουζουκιού, μοιαζει να είναι ένα συνεχές πήγαινε-έλα μεταξύ Ελλάδος και καθ' ημας Ανατολής.
Ήδη από τα αρχαία χρόνια, πανθομολογείται η εισαγωγή της Πανδούρας από την Ανατολή. Όργανο με ηχείο αχλαδόσχημο, μανίκι διπλάσιου μήκους και τρεις διπλές χορδές με την ίδια ακριβώς σχέση που χρησιμοποιείται και στο εξάχοδρο μπουζούκι. Η μεγάλη της επιτυχία, παρά την θυελλώδη αντίδραση της Ελληνικής αριστοκρατίας και λογιωσύνης, οφείλεται στην δυνατότητα παραγωγής μεγάλου πλούτου ήχων με μικρό αριθμό χορδών. Στα Βυζαντινά Χρόνια, μοιάζει να κατακτά κάποιαν απήχηση και στις τάξεις των Λογίων, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος τονίζει πως είναι το ενδεδειγμένο [μαζί με το κανονάκι] όργανο για την διδασκαλία της Βυζαντινής μουσικής, ενω πλούσια είναι και η απεικόνιση Ταμπουράδων όπως και οι αναφορές στην δημοτική αλλά και την λόγια ποίηση της εποχής. Μάλιστα, παρά την εσφαλμένη πεποίθηση πως η ονομασία μπουζούκι εμφανίζεται μαζί τα σταθερά τάστα τον 19ο αι., ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια παρατηρείται η χρήση του όρου παράλληλα με τους αρχαιότερους Ταμπουράς, Θαμπούριν, Πανδούρα.
Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη στα τέλξη του 19ου αι. είναι ο εξοβελισμός του μπουζουκιού από τις κλασικές λαϊκές ορχήστρες. Την εποχή εκείνη, σχηματοποιούνται, οριστικά πλέον, δύο μορφές λαϊκής ορχήστας:
Η κομπανία στην στεριανή Ελλάδα [κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι] και η ζυγιά στα νησιά [βιολί-λαούτο, λύρα-λαούτο]. Εδώ ακριβώς βρίσκονται οι ρίζες της νέας του ακμής. Το μπουζούκι [ονομασία που κυριρχεί πλέον έναντι του Ταμπουρά] γίνεται κυρίαρχο όργανο των μοναχικών τραγουδοποιών, κι όχι των επαγγελματιών μουσικών των πανηγυριών. Των απόκληρων και των Ρεμπέτηδων!
Αυτό το γεγονός, σε συνδιασμό με την διαμόρφωση εκείνη την εποχή της ρωμαλέας, αστικής κλεφτουριάς [Μαγκιά], σηματοδοτεί την νέα ακμή του μπουζουκιού. Οι ρεμπέτες είναι αυτοί που θα αντικαταστήσουν του μπερντέδες [κινητά διαχωριστικά του βραχίονα] με τα σταθερά τάστα. Είναι οι ίδιοι που εξελίξουν το παίξιμο, αναδεικνύοντας, μέσα από το μπουζούκι την νέα λαϊκή μας μουσική, η οποία θα επικυριαρχήσει της λεγόμενης Δημοτικής μουσικής, της λαϊκής μουσικής της υπάιθρου. Θα δημιουργήσουν και τις διάφορες παραλλαγές του: τον Μπαγλαμά, τον Τζουρά, τον Τζουρομπαγλαμά, όργανα - αντίγραφα σε μικρότερη κλίμακα του μπουζουκιού.
Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1920, μετά την εθνική ολοκλήρωση [μέσω της μικρασιατικής καταστροφής] θα εμφανιστούν και οι πρώτες ορχήστρες μπουζουκιών. Πρώτη και θρυλλικότερη η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς, που ιδρύει ο Μ. Βαμβακάρης το 1929 με τρία μπουζούκια [Βαμβακάρης, Δελιάς Παγιουμτζής] και έναν μπαγλαμά [Μπάτης]. Το μπουζούκι γίνεται πλέον ο βασιλιάς της λαϊκής ορχήστας. Το τέταρτο ζεύγος χορδών που ο Μανώλης Χιώτης προσθέτει αμέσως μετά τον πόλεμο, είναι η σημαντικότερη ίσως αλλαγή στην μορφή του μπουζουκιού στα 2300 χρόνια της ελληνικής του ιστορίας. Μια αλλαγή, που σε μια κρίσιμη καμπή της πορείας του, τού προσέφερε νέες, τεράστιες, εκφραστικές δυνατότητες και το κατέστησε απόλυτο κυρίαρχο της ελληνικής μουσικής.

18 Οκτ 2008

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α' ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Α’ ΘΕΜΑΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΚΛΑΔΟΥ 16.01 ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Καταχωρίστηκαν στην ιστοσελίδα του ΑΣΕΠ οι απαντήσεις στις ερωτήσεις πολλαπλών επιλογών της A’ θεματικής ενότητας (Γνωστικό αντικείμενο) στις οποίες εξετάστηκαν οι διαγωνισθέντες υποψήφιοι του γραπτού διαγωνισμού για την κατάρτιση πινάκων διοριστέων εκπαιδευτικών λειτουργών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του κλάδου ΠΕ 16.01 Μουσικής (Προκήρυξη 1Π/2008 - ΦΕΚ 267/3.6.2008, Τεύχος Προκηρύξεων ΑΣΕΠ).

Οι παρακάτω απαντήσεις είναι οι μόνες που αναγνωρίζονται από το ΑΣΕΠ και αυτές με βάση τις οποίες θα γίνει η βαθμολόγηση των διαγωνισθέντων:

ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
Εξέλιξη της Μουσικής (ιστορική – μορφολογική) & μουσική ακουστική

ΕΡ, ΑΠ. ΕΡ, ΑΠ. ΕΡ, ΑΠ.
1, α. 26, γ. 51, α.
2, γ. 27, α. 52, α.
3, α. 28, δ. 53, γ.
4, α. 29, δ. 54, γ.
5, α. 30, β. 55, δ.
6, γ. 31, γ. 56, δ.
7, γ. 32, α. 57, α.
8, α. 33, β. 58, γ.
9, γ. 34, γ. 59, δ.
10, β. 35, β. 60, δ.
11, β. 36, γ. 61, γ.
12, γ. 37, γ. 62, β.
13, δ. 38, α. 63, α.
14, β. 39, α. 64, α.
15, δ. 40, β. 65, α.
16, α. 41, α. 66, δ.
17, γ. 42, γ. 67, δ.
18, α. 43, α. 68, β.
19, α. 44, β. 69, γ.
20, α. 45, α. 70, γ.
21, δ. 46, δ. 71, β.
22, α. 47, α. 72, δ.
23, β. 48, δ. 73, α.
24, α. 49, β. 74, β.
25, γ. 50, γ. 75, β.

Επισημαίνεται ότι το ΑΣΕΠ δε φέρει καμία ευθύνη για απαντήσεις που δημοσιεύονται από τρίτους, εφόσον το ίδιο δεν έχει προηγουμένως προβεί σε δημοσιοποίησή τους με ρητή ανακοίνωσή του.

15 Οκτ 2008

ΜΗΤΣΟΣ ΑΡΑΠΑΚΗΣ



«Να ξέρεις ότι, στη Θήβα, δεν ορκίζονταν στο Χριστό και στην Παναγία, αλλά, στον Αραπάκη».
Έτσι άρχισε κι έτσι τελείωσε την τηλεφωνική μας συζήτηση, ο παλιός τραγουδιστής, Γιώργος Μεϊντανάς, που γνώρισε τον Αραπάκη στις μεγάλες του δόξες και μοναδικό του μέλημα από τότε, ήταν:
«Να τραγουδήσω, ακολουθώντας το λαρύγγι του, τον τρόπο του, τον μοναδικό, για την εποχή πριν το πόλεμο, τρόπο του Μήτσου Αραπάκη». Ακριβώς, γι’ αυτό του τον τρόπο, του κόλλησαν το παρατσούκλι Αράπης ή Αραπάκης(μερικοί λένε ότι, τον ονόμασαν έτσι, επειδή στα νιάτα του, ήταν μαύρος) που, φανερώνει τη χώρα απ’ όπου ξεσήκωσε τον τρόπο, τη μεγάλη του τέχνη στο τραγούδι. Βέβαια, είχε πάει στην Αραβία ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης, όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο και βέβαια, ο καλλιτέχνης που τον κατοικούσε, τον ανάγκασε ν’ ακούσει διαφόρους τοπικούς τραγουδιστές. Αυτό βέβαια, δεν σημαίνει ότι αντέγραψε. Οι πραγματικοί καλλιτέχνες, ουδέποτε αντιγράφουν, ουδέποτε μιμούνται. Μόνο, κλέβουν, τα ουσιαστικά συστατικά στοιχεία, κάθε αληθινής, άρα εμπνευσμένης τέχνης και τα αναπαράγουν, τα αναπλάθουν, με μοναδικό και ιδιοφυή τρόπο, δημιουργώντας καινούρια τέχνη. Δεν έχει κανείς παρά να ακούσει τον Μήτσο Αραπάκη, να τραγουδάει το «Του Κίτσου η μάνα κάθεται» ή έναν αμανέ ή ένα ρεμπέτικο και θα διαπιστώσει ότι: ο τρόπος, το ύφος και η περηφάνια που έχει στον λάρυγγά του, είναι ουσιαστικά συστατικά της ελληνικής τέχνης. «Είσαι κι εσύ Ελληνικός», θα του έλεγε ο Καβάφης, αν τον συναντούσε στην Αλεξάνδρεια. Ποιότητα φωνής, μοναδική. Θεϊκή απλότητα. Τον ακούς να τραγουδάει κι είναι σα να σου λέει: «Μην ακούς τα περίτεχνα γυρίσματα, που μπορεί να κάνει ο λαιμός μου αλλά, αφουγκράσου, τι παθαίνω». Ο Δημήτρης Καλλίνικος-Τσούσης ή Αραπάκης, γεννήθηκε στην Πρέβεζα. Έζησε όμως, στην Αθήνα. Δυστυχώς, όσο κι αν έτρεξα και προσπάθησα να μάθω, πότε ακριβώς γεννήθηκε και πότε πέθανε, κανένας δεν ήξερε να μου πει, ούτε οι στενοί του συνεργάτες, που ακόμα ζουν, ούτε και το Σωματείο των Μουσικών, που, καιρός είναι να οργανώσει το αρχείο του, με λίγα, έστω, βιογραφικά στοιχεία για τον κάθε μουσικό, αρχίζοντας απ’ αυτούς που ζουν ακόμα. Έπειτα από συζητήσεις με πολλούς μουσικούς(Παναγιώτης Κοκοντίνης, Αλέκος Γκαραβέλης, Γιώργος Κόρος, Νίκος Καρατάσος, Γιώργος Μεϊντανάς, Δημήτρης Κόλλιας, Παναγιώτης Πέππας), κάνοντας σχετικές διασταυρώσεις, μπορώ να πω ότι, ο Μήτσος Αραπάκης, γεννήθηκε ανάμεσα στα χρόνια 1890-1895 και πέθανε ανάμεσα στα χρόνια 1967-1970. Παντρεύτηκε τη Μαρία ή Μαρίκα «την καλύτερη μοδίστρα των Αθηνών»(Αλέκος Γκαραβέλης). Η γυναίκα του πέθανε γύρω στο 1960. Ως τότε έμεναν στα Σεπόλια. Μετά το θάνατο της γυναίκας του, ο Αραπάκης, έμεινε στα Εξάρχεια. Τα ίχνη του χάνονται το 1966. Κάποιοι άκουσαν ότι, τον βάλανε στο γηροκομείο, όπου πέθανε, χωρίς να το μάθει κανείς. «Ο Μήτσος Αραπάκης, ήταν ο αγαπημένος τραγουδιστής όλων των λεφτάδων και των γλεντζέδων της εποχής. Ο ιχθυέμποροι, οι χασάπηδες με τις καδένες και οι έμποροι από τις αγορές Αθήνας και Πειραιά, τον λάτρευαν. Ουρές τα αυτοκίνητα, έξω από το μαγαζί, που τραγουδούσε προπολεμικά ο Αραπάκης, στην Κηφισιά, μαζί με άλλους δυο Μήτσους: τον Μήτσο Σαλονικιό και τον Μήτσο Κυριακίδη. Όταν δε, τραγουδούσε, απόλυτη ησυχία. Δε μιλούσε κανείς».(Αλέκος Γκαραβέλης) «Σε κάτι τραγούδια, ήταν δηλητήριο ο Αραπάκης. Σε πείραζε, να πούμε, στην καρδιά. Άσσος. Τον έφερα πολλές φορές στο μαγαζί μου στη Σαλαμίνα. Πρώτη φορά, το 1938. Με Σαλονικιό ή Ογδοντάκη, με Σιδέρη Ανδριανό, Ατραΐδη, Ρούκουνα, Παπασιδέρη κι άλλους, να πούμε. Ακούς τι σου λέω τώρα; Είπα τα ονόματά τους κι αναστατώθηκα. Τον έφερα και το 1939 και το 1940 και το 1944, με τη απελευθέρωση. Στην κατοχή, είχε έρθει σπίτι μου, κάθισε 18 μέρες. Δεν είχε να φάει. Ποιος; Ο Αραπάκης. Ο άσσος των άσσων. Το 1932 είχε έρθει ο Αρφούς Μπουρχάν από την Τουρκία. Εκεί, απάνω στο τραπέζι, είπανε: «Ποιος θα τραγουδήσει;» «Ο Αραπάκης θα τραγουδήσει». Είπε το «Τρία πουλάκια παν ψηλά». Μόλις τελείωσε το τραγούδι, το πήρε στα χέρια ο Αρφούς Μπουρχάν και τον φιλούσε στον αέρα».(Βαγγέλης Λαθούρης) Συνεργάστηκε με όλους τους μοναδικούς μουσικούς και τραγουδιστές της εποχής. Με τον Παπασιδέρη, τον Ατραΐδη, τον Κασιμάτη, ήταν φίλοι. Στο τέλος έκανε παρέα με τον Κουλουριώτη τραγουδιστή, Μίμη Ανδριανό. Ο Λάμπρος με το κανονάκι, ο Λάμπρος με τη λύρα, ο Τομπούλης με το ούτι, ο Σαλονικιός κι ο Ογδοντάκης με τα βιολιά, ο Ανεστόπουλος, ο Ρέλλιας, ο Γιαούζος κι ο Κυριακάτης με τα κλαρίνα, τον συνόδευαν μόνιμα στις ηχογραφήσεις του. Μετά το 1952, ο Παναγιώτης Κοκοντίνης(κλαρίνο) ήταν μόνιμος συνεργάτης του. Μετά το 1960, σχεδόν ζητιάνευε. Πήγαινε μόνο στα κέντρα της Ομόνοιας και όλο κάτι του έδιναν ή τον κερνούσαν οι συνάδελφοί του-φαντάζομαι, μ’ αυτή τη θλιβερή συμπόνια, που έχουμε όλοι στις ανάλογες περιπτώσεις γιατί, μας φαίνεται ότι βρίσκεται στην απέναντι, απ’ αυτόν τον κακομοίρη, όχθη, το δικό μας σώμα. Είχε έναν αδελφό, καλόγερος ήταν. Δεν είχαν όμως καλές σχέσεις. Με την γυναίκα του δεν απέκτησαν παιδιά. Συνέντευξη του Παναγιώτη Κοκοντίνη για τον Μήτσο Αραπάκη, Άγιος Παύλος, Αθήνα 30/08/1996. Ο Παναγιώτης Κοκοντίνης γεννήθηκε το 1919, στο Αμπελοχώρι Θηβών. Συνεργάστηκε, παίζοντας κλαρίνο με ιδιαίτερο ύφος, με όλους τους τραγουδιστές του Δημοτικού τραγουδιού(Παπασιδέρη, Αραπάκη, Μηττάκη κ.α.). «Τον γνώρισα το 1938. Είχε έναν κουμπάρο γιατρό, Αθανασάρας λεγόταν, στη Θήβα. Και, τώρα τελευταία, που δεν βοήθησε το κράτος όλους αυτούς τους παλιούς, να τους δώσει κάτι τις, αναγκάστηκε και του είπε: «Υποφέρω μωρέ γιατρέ» και τον βάλανε σ’ ένα ορφανοτροφείο ή γηροκομείο, κάτι τέτοιο και κει έφυγε ο Αραπάκης απ’ τη ζωή. Αυτός ο Αθανασάρας , ο κουμπάρος του, ήταν γλεντζές, ήθελε αυτό, το μοτίβο, τον τρόπο του Αραπάκη και τον καλούσε συνέχεια στη Θήβα. Ερχόταν ο Αραπάκης και δουλεύαμε εκεί, μαζί. Μέχρι το 1943 δουλεύαμε συνέχεια μαζί, στο Πιρί, στη Θήβα. Ερχόντουσαν τότες οι Μεγαρίτες, στο θέρος και μεις παγαίναμε και δουλεύαμε από τις 12 το βράδυ μέχρι τις 3 και μας πετάγανε κανένα αυτό, υποφέραμε πολύ τότες. Και κει, θυμάμαι, στου Χρυσοστόμου το μαγαζί, τραγουδούσε ο Αραπάκης, μόνον αυτόν θέλανε. Ήταν και ο Χαράλαμπος Λάμπρου, Σιαπιέρα τον λέγαμε, απ’ το Μαυρομάτι, που ’παιζε τσίμπαλο. Κι ο Αραπάκης τσίμπαλο έπαιζε, αλλά αφού ήταν ο Χαράλαμπος, κρατούσε μια κιθάρα και τραγουδούσε. Τον θέλανε πολύ στη Θήβα τον Αραπάκη. Έμεινε το μοτίβο αυτό, ο τρόπος να πούμε που τραγούδαγε ο Μήτσος τα δημοτικά και τους αμανέδες. Είχε πάει στην Αραβία προπολεμικά. Από κει πήρε τον τρόπο. Ο τρόπος αρπάζεται στα νιάτα. Γι’ αυτό λέμε: «Παλιός γάιδαρος, καινούρια περπατησιά». Γίνεται; Δε γίνεται. Να, έτσι, τώρα, που μου ’χει σπάσει η φωνή, θα σου πω ένα τραγούδι, στον τρόπο του Αραπάκη: «Πάνε τα χρόνια τα παλιά, πάνε και δε γυρίζουν, τα τωρινά μας ήρθανε για να μας βασανίζουν». Θυμάμαι λοιπόν, το 1943 ήτανε, τον Ιούνιο. Εκεί όπως δουλεύουμε, λέω στον Αραπάκη και στον Χαράλαμπο: «Παιδιά να πάτε το όργανο σπίτι». Στις έξι απαγορευότανε η κυκλοφορία, γιατί, τότες, ήταν ένα σύνθημα για τον αγώνα που, όλοι, η Κάκια Μενδρή κι άλλοι, παγαίναμε στη γραμμή και παίρναμε βοήθημα απ’ τη Φρειδερίκη. Και λέγαμε: «Για δες πως καταντήσαμε, ξανθές και μαυρομάτες, να πέσουμε στον έρωτα για μια οκά πατάτες». Αυλωνίτηδες, όλοι αυτοί, γελάγαμε, το καλαμπουρίζαμε δηλαδή, πως καταντήσαμε. Και μετά, ήταν ένα άλλο σύνθημα. Έλεγαν: «Θ’ αφήσω πια την πένα μου, θ’ αρπάξω τη σκανδάλη, θα πάω απάνω στα βουνά, θα πάω να βρω τον Άρη». Άκουγε ο ένας με τον άλλο, έτσι κοινωνιολογήθηκε το πράμα. Παγαίναμε στις ταβέρνες, το μπουζούκι κρεμασμένο. Ήταν απαγορευμένο για την κόρη του Κοτζαμάνη, τη Βαρβάρα. Γιατί, της είχαν βγάλει τραγούδι οι ρεμπέτες, για τα καμώματά της: «Στη Γλυφάδα κάθε βράδυ, η Βαρβάρα ξενυχτάει». Προσβάλανε το όνομα Κοτζαμάνης, ήταν υπουργός, έτσι, κατάργησε αυτός το μπουζούκι, ως παράνομο, να εκδικηθεί. Ακουγόταν τότε στις ταβέρνες: «Το μάθατε; Τι έγινε; Βρε, εδώ καίγεται ο τόπος. Βγήκαν αντάρτες για τη λευτεριά». Το κατάπινε ο κοσμάκης. Ιδιαίτερα, εμείς, οι Αρβανίτες. Και, θυμάμαι, τους είπα: «Χαράλαμπε, Μήτσο, εγώ φεύγω, πάω στο βουνό». Και βάζει τα κλάματα ο Αραπάκης κι ο Χαράλαμπος απ’ το Μαυρομάτι. Τους χαιρέτησα εκεί και μου πήγαν το όργανο σπίτι. Ε… μετά, κάτι φυλακές, κάτι Αλβανίες, από δω, από κει, γύρισα το 1952. Το 1955 είδα πάλι τον Αραπάκη. Από δω, από κει, αγκαλιαστήκαμε. Δουλέψαμε στη Θήβα πάλι, στον «Πούλο». Εκεί πηγαίνανε όλοι οι πλούσιοι, στο κέντρο αυτό, με το κυάλι, που λέει ο λόγος και με τα καρότσια τα παιδιά τα μικρά τότες, ήτανε η μόδα και τα ψάθινα τα καπέλα, τραγιάσκα απαγορευότανε. Κι ο Αραπάκης ψάθινο καπέλο έβαζε και του πήγαινε. Ο Αραπάκης δούλευε τότε, μόνο τα Σαββατοκύριακα. Παγαίναμε στα Μέγαρα, τον θέλανε πολύ εκεί. Βγάζαμε πολλά λεφτά. Είχα αγοράσει ένα μαγαζί με δύο Σαββατοκύριακα. Για τόσα λεφτά σου μιλάω Θανασάκη, χάρη στον Αραπάκη. Του άρεσε και τραγούδαγε το τραγούδι του Ατραΐδη «Από μικρός ορφάνεψα». Το ’λεγε ωραία, πρώτος ήχος, μελαγχολικός, στη Βυζαντινή μουσική. Μετά τον πόλεμο, δεν ηχογράφησε τίποτα ο Αραπάκης. Δεν εύρισκε μουσικούς να τον εξυπηρετήσουν. Γιατί, προσβάλλεται ο μεγάλος καλλιτέχνης που του παίζουν άσχημα οι μουσικοί. Έπαιρνε εμένα γιατί τον εξυπηρετούσα. Είχα μεγαλώσει στο συνοικισμό στη Θήβα, με τους πρόσφυγες απ’ τη Μ. Ασία. Κανονάκι ο Λάμπρος , Τομπούλης, ούτια και έμαθα το ύφος τους. Το 1954 στα μαγαζιά, δε θέλανε δημοτικά, ήτανε το μπουζούκια τότε: «Κάποια μάνα αναστενάζει» κ.λ.π. Η τελευταία φορά με τον Αραπάκη, ήταν σ’ ένα γάμο, στα Σπάτα. Τραγούδαγε: «Παίρνω τα ρέμα-ρέμα, με πήρ’ ο ποταμός, βγάλτα τα μαύρα βγάλτα και μ’ έφαγε ο καυμός». Ω! ο κόσμος. Έτσι τον είχανε τον έρωτα τότε. Σίγα-σιγά έσπασε η φωνή του. Πάντα μόνος του κι έρημος. Έμενε κάπου στα Εξάρχεια. Είχε έναν, αδερφό, καλόγηρο. Καλλίνικος λεγόταν. Δεν τα είχαν όμως καλά. Τον πήγαινα στην ταβέρνα του Μουρούζη, στην Αθηνάς, τον κέρναγα. Δεν είχε να φάει. Θεός σ’ χωρέστον. Συνέντευξη του Δημήτρη Κόλλια για τον Μήτσο Αραπάκη, Ναύπλιο 314/09/1996. Ο Δημήτρης Κόλλιας συνεργάστηκε, παίζοντας κιθάρα, με όλους σχεδόν τους τραγουδιστές από το 1940 και μετά. Το 1962 πήγε στην Αμερική, με τον Μανώλη Χιώτη και τη Μαίρυ Λίντα. Έμεινε εκεί, ως το 1976. Δεν παίζει πια και ζει στο Ναύπλιο και στην Αθήνα. Τον Μπάρμπα-Μήτσο τον γνώρισα το 1944, στην Αθήνα. Τότε, που τον γνώρισα, κρυβότανε, να μην τον πάρουνε για δουλειά. Τόσοι και τόσοι τον ζητάγανε. Χασαπάδες, έμποροι, ταβερνιαραίοι, ψαράδες, όλοι ερχόντουσαν με τις άμαξες έξω απ’ το καφενείο των Μουσικών, στης Αθηνάς 33, να τον πάρουνε κι αυτός κρυβότανε. Τον ζητούσανε τόσοι πολλοί, δε γινότανε να πάει σ’ όλους, έτσι, κρυβότανε. Αυτή δουλειά, δε γινότανε μόνο μετά τη κατοχή, αλλά και πριν, από το 1930 ως το 1940. τον κυνηγάγανε τον Αραπάκη. Δε θα ξαναγίνει ποτέ στην Ελλάδα, τέτοιο πράμα τραγουδιστή. Ποτέ. Το γέλιο του ήταν τραγούδι. Το κλάμα του τραγούδι. Μίλαγε και τραγούδαγε. Ήταν τέτοια η φωνή του. Σε πείραζε, δεν μπορούσες ν’ αντέξεις. Το ’να κλέφτικο το’ λεγε έτσι, τα’ άλλο αλλιώς. Κάθε φορά που έλεγε το ίδιο τραγούδι, το’ λεγε αλλιώς. Καλαματιανά, αμανέδες, ακόμα και καντάδες έλεγε. Είχε πάει με τη μαντολινάτα του Κόκκινου, του μαέστρου, στο Λονδίνο και στην Αλεξάνδρεια, προπολεμικά. Τραγούδαγε σαν μέλος της χορωδίας κι έπαιζε τσίμπαλο. Τρομερός μουσικός. Στα σεγόντα ειδικά. Ήξερε μουσική, διάβαζε νότες. Όχι καλά, αλλά διάβαζε. Τρομερή πάστα μουσικού, πάει τελείωσε. Ήτανε κι ο Παπασιδέρης κι ο Ρούκουνας. Καλοί τραγουδιστές, πολύ καλοί, αλλά αυτός ήτανε άλλο πράμα. Μπορεί και να ’τανε και γύφτος, τουρκόγυφτος. Δεν εξηγείται αλλιώς, η μουσικότητα που είχε. Κάναμε, καμιά φορά, λάθος ακόρντο και το ’πιανε αμέσως, γύρναγε και μας κάρφωνε μ’ ένα βλέμμα! Προσπάθησα να ψωνίσω τα κόλπα του. Δεν ψωνιζόταν με τίποτα. Ήταν παράξενος. Μπορούσε να σε προσβάλει οποιαδήποτε ώρα. Ήθελε και είχε πάντα, καλούς μουσικούς δίπλα του. Ποτέ δεν μας έλεγε την ηλικία του, ούτε μας είπε ποτέ, για το, πότε άρχισε να τραγουδά, πότε και ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησε. Από το 1944 ως το 1962, ήμουνα συνέχεια μαζί του. Μετά, πήγα στην Αμερική. Γύρισα το 1976. έμαθα ότι είχε πεθάνει γύρω στα 1970 και ότι ζητιάνευε μετά το 1962. Δεν έπρεπε να καταντήσει έτσι άλλα, του άρεσαν πολύ οι γυναίκες, τις γέμιζε δώρα για να τις έχει, πολλά λεφτά ξόδευε για τις γυναίκες. Όσα έβγαζε κι έβγαζε πολλά τα ’δινε γι’ αυτό το πάθος του. Εκείνο που θα θυμάμαι πάντα, είναι που σταματάγαμε να παίζουμε, μόλις άρχιζε να τραγουδάει. Και την ευχή και την κατάρα που είχε δώσει ο πατέρας του Μανώλη Μοσχού κι αυτός με την σειρά του, την έδωσε στα παιδιά του: «Όταν κάνετε γλέντι και δεν πάρετε τον Αραπάκη, να ‘χετε την κατάρα μου». Το παραπάνω κείμενο είναι αυτούσιο όπως δημοσιεύεται στο βιβλιαράκι που συνοδεύει το CD της FM Records «Ο Μήτσος Αραπάκης τραγουδά Αμανέδες και Ρεμπέτικα» και γράφτηκε από τον Θανάση Μωραΐτη.
ΠΗΓΗ: Petridisradio.blogspot.com

12 Οκτ 2008

Doors


Δημιουργήθηκαν το 1965 στο Los Angeles από τους Jim Morrison & Ray Manzarek που σπούδαζαν κινηματογραφία στο UCLA (University of California, Los Angeles). Ο Manzarek,είχε ήδη φορμάρει μία μπάντα με τα δύο του αδέλφια που την ονόμαζε Rick And The Ravensask και έψαχνε για τραγουδιστή και ντράμμερ. Εντυπωσιάστηκε αμέσως από τον Morrison που τον άκουσε να τραγουδάει ένα δικό του τραγούδι, το "Moonlight Drive" και του ζήτησε να γίνει μέλος της μπάντας..
Πολύ σύντομα ";στρατολόγησαν"; στα τύμπανα τον John Densmoreκαι ηχογράφησαν 6 τραγούδια του Morrison, αλλά αμέσως μετά απ' αυτό, τα αδέλφια του Ray, εγκατέλειψαν τη μπάντα και αντικαταστάθηκαν και οι δύο από τον κιθαρίστα Robbie Krieger. Οι Doors πηραν το ονομα τους απο τη νουβελα του Aldous Huxley , '' The Doors Of Perception'' . Οι Doors δεν προσέλαβαν ποτέ μπασίστα. Το μπάσο το μοιράζονταν οι Krieger & Manzarek, με τον δεύτερο να έχει περισσότερο μερίδιο σ' αυτό, αφού συνήθιζε να παίζει τα μπάσα στο όργανο με το αριστερό του χέρι. Αυτή, είναι και η περίοδος που μετονομάζονται σε Doors από τον MorrisonΞεκίνησαν με lives στο London Fog και αργότερα στο Whisky-A-Go-Go, αλλά έχασαν τη δουλειά τους εξ αιτίας του "The End". Οι ιδιοκτήτες του club βρήκαν το συγκεκριμένο τραγούδι πολύ ";προχωρημένο"; για τα συντηρητικά τους πρότυπα, αλλά ενώ αυτοί τους απέλυσαν, η Elektra Recordsτους άνοιξε τις πόρτες διάπλατα.
Το πρώτο τους album (The Doors) κυκλοφόρησε το 1967 με τεράστια επιτυχία. Συγκαταλέγεται μέσα στα καλύτερα ντεμπούτα όλων των εποχών για την ιστορία της rock, με τη μπάντα να μιξάρει ηχητικά το rock με το blues και τη jazz και φυσικά με την ποίηση του Morrison.Από αυτό το album βγήκε και το "Light My Fire" που έγινε η πιο μεγάλη τους επιτυχία.
Η επιτυχία αυτή, δεν συνεχίστηκε με την ίδια ένταση και στα επόμενά τους albums, αλλά από τη στιγμή που οι εταιρίες τα μετράνε όλα με τις πωλήσεις, αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Σε λίγο, ο Morrison γίνεται γνωστός σαν 'Lizard King' για τις εξωτικές και υπνωτικές του παραστάσεις στα lives της μπάντας, αλλά και για το ριζοσπαστικό του lifestyle.
Το 1970 κυκλοφορεί το ";δυνατό"; και ";σκοτεινό"; Morrison Hotel που ακολουθείται το 1971 από το πάρα πολύ καλό LA Woman και τη μετακόμιση του Morrisonστο Παρίσι αμέσως μετά το τελείωμα των ηχογραφήσεων. Ήθελε να κάνει μία ποιητική καριέρα εκεί, αλλά ξαφνικά στις 3 Ιουλίου του 1971 βρέθηκε στη μπανιέρα του νεκρός. Επίσημα, πέθανε από καρδιακή προσβολή. Οι ιστορίες για το θάνατό του είναι πολλές, αλλά δεν ασχολήθηκα ποτέ με αυτό το θέμα και δεν θα ασχοληθώ ούτε τώρα. Με αφορά μόνο το σημαντικό και το ουσιώδες και αυτό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μονάχα, η απώλεια του καλλιτέχνη που είχε σημαντική και αξιόλογη προσφορά σ' αυτό που λέμε Κουλτούρα και Μουσική Rock.
Οι υπόλοιποι τρεις δεν τον αντικατέστησαν ποτέ. Κυκλοφόρησαν δύο albums σαν τρίο με τον Manzarek στη φωνή, αλλά χωρίς τον Morrison να γράφει και να τραγουδάει, τίποτα δεν είναι ίδιο.
Διαλύθηκαν το 1973 για να κάνουν ένα reunion το 1978 ηχογραφώντας τα κομμάτια που ο Morrison είχε σε tapes από την εποχή του LA Woman.Το album ονομάστηκε An American Prayer και οδήγησε στο live album Alive She Cried του 1983, που έγινε από υλικό αρχείου και που αυτό με τη σειρά του, οδήγησε στο εξώφυλλο του περιοδικού Rolling Stone (1985) με τον Morrisonκαι την επιγραφή "He's Young, He's Hot, He's Sexy and He's Dead".Τέλος, το 1991 ο σκηνοθέτης Oliver Stone έκανε ένα film για τον Morrisonκαι τους Doors με τον Val Kilmer στο ρόλο του Jim.
Στην καινούργια ταφόπλακα του Morrison γράφει το παρακάτω στα ελληνικά: ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΑΥΤΟΥ .Τα συμπεράσματα δικά σας:

7 Οκτ 2008

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ


Η μουσική της Ορθόδοξης εκκλησίας, των Βαλκανίων και της Ρωσίας που ονομάζεται έτσι, επειδή καλλιεργήθηκε στο Βυζάντιο την περίοδο της ακμής του, αποτελεί σπουδαία περιοχή του μουσικού στερεώματος. Οι βυζαντινές συνθέσεις είναι ένα ιδιαίτερο είδος μελωδικών συνθέσεων, με ιδιότυπη τεχνοτροπία και έχει τις βάσεις του στην αρχαία ελληνική μουσική.
Η παρακμή της αρχαίας ελληνικής μουσικής σημειώνεται με το χριστιανισμό, όταν η μουσική περιορίζεται σχεδόν στην ψαλμωδία.
Βέβαια η μουσική της πρωτοχριστιανικής περιόδου δεν είναι καθαρά ελληνική γιατί στοιχεία εβραϊκά, χαλδαϊκά και συριακά είχαν εισχωρήσει σε αυτή.
Στη βυζαντινή περίοδο δεν υπάρχει μουσική στις ευρωπαϊκές χώρες. Μόνο ο κρυφά προσευχόμενος χριστιανός στη βάση της ελληνορωμαϊκής θεωρίας διαμορφώνει δική του μελωδία, η οποία στηρίζεται στη μουσική απαγγελία, το λεγόμενο Αμβροσιανό μέλος. Το δεύτερο είναι το Γρηγοριανό που λέγεται και κάντους πλάνους και διατηρείται μέχρι και σήμερα στη δυτική εκκλησία. Το Γρηγοριανό μέλος αύξησε τους τέσσερις τρόπους σε οχτώ.
Στην ίδια εποχή -11ος αιώνας μΧ- ανάγεται και η σημερινή ονομασία των φθόγγων και θεωρείται ότι ανήκει στον Γκουίντο ντ' Αρέτσο.
Η πρώτη περίοδος της βυζαντινής μουσικής φθάνει ως τον 4ο αιώνα. Την περίοδο αυτή κυριαρχεί η απλή μελωδία, δηλαδή μονότονη και ομόφωνη κατά την οποία όλοι μαζί έψαλλαν τον ίδιο φθόγγο η σε αντιφωνία πρώτης και όγδοης, χωρίς άλλους συνδυασμούς. Οι μελωδίες ήταν τονισμένες σε ύμνους των Πατέρων της εκκλησίας και στους ψαλμούς του Δαβίδ.
Τον 4ο αιώνα θεσπίστηκε από τη Σύνοδο της Λαοδικείας κανονισμός που καθιέρωνε τους ψάλτες ενώ ως τότε έψαλλε όλο το εκκλησίασμα.
Κατά τη δεύτερη περίοδο (5ος αιώνας - 7ος αιώνας μ.Χ.) η μουσική γίνεται πιο πλούσια και ισότιμη με την ποίηση. Η όλη μουσική δημιουργία της περιόδου χαρακτηρίζεται ως βυζαντινή μελουργία. Οι ύμνοι αρχίζουν και στρέφονται εναντίον των αιρέσεων, καθώς οι αιρετικοί καλλώπιζαν υπερβολικά τις συνθέσεις τους για σκοπούς προσηλυτισμού.
Οι αρχές του 6ου αιώνα είναι ο χρυσός αιώνας της βυζαντινής τέχνης της εκκλησίας με την εμφάνιση του Ρωμανού, του Πινδάρου της εκκλησιαστικής ποίησης όπως και του Ανδρέα, Επισκόπου Κρήτης.
Η τρίτη περίοδος αρχίζει από τον Ιωάννη το Δαμασκηνό (περίφημο θεολόγο, φιλόσοφο και υμνογράφο) και φτάνει μέχρι τον Ιωάννη τον Κουκουζέλη (12ος αιώνας) ο οποίος αναμόρφωσε και συμπλήρωσε το γραφικό σύστημα της βυζαντινής μουσικής.
Τότε δημιουργήθηκε συγκροτημένο σύστημα από εκκλησιαστικά άσματα, καταρτίστηκε η Οκτώηχος (έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού) όπου χρησιμοποιήθηκαν και τα τρία γένη της μουσικής (διατονικό, χρωματικό και εναρμόνιο), και η μουσική αναπτύχθηκε σε πλήρη τέχνη.
Αντιστοιχεία των μουσικών φθόγγων του τονοδότη :
1.Βυζαντινής : ΝΗ ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΗ ΚΕ ΖΩ
2.Ευρωπαικής : DO RE MI FA SOL LA SI
3.Αμερικής : C D E F G A B

1 Οκτ 2008

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ - ΓΡΑΠΤΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΛΑΔΟΥ ΠΕ 16.01 ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΟΔΗΓΙΕΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΤΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ, ΚΛΑΔΟΥ ΠΕ16.01 ΜΟΥΣΙΚΗΣ
(ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ 1Π/2008 – ΦΕΚ 267/3.6.2008)


Οι εξετάσεις θα γίνουν με βάση το πρόγραμμα που έχει ήδη ανακοινωθεί και
αναρτηθεί στις προθήκες ανακοινώσεων όλων των Νομαρχιών και Επαρχείων
της χώρας και στο οποίο αναφέρονται οι πόλεις και τα εξεταστικά κέντρα στα
οποία θα διαγωνισθούν οι υποψήφιοι.

Η προσέλευση των υποψηφίων πρέπει να γίνει το αργότερο μία ώρα πριν από
την ώρα έναρξης της εξέτασης της κάθε θεματικής ενότητας, έτσι ώστε να
βρίσκονται εντός της αίθουσας όπου θα διαγωνισθούν τριάντα λεπτά πριν από
την έναρξη της εξέτασης, προκειμένου να γίνει ο απαραίτητος έλεγχος.

Οι υποψήφιοι, για τη διαπίστωση της ταυτότητάς τους, πρέπει να έχουν μαζί
τους την αστυνομική τους ταυτότητα ή το διαβατήριο ή άλλο επίσημο έγγραφο
παραστατικό της ταυτότητας του προσώπου, εφόσον τούτο φέρει επικυρωμένη
φωτογραφία (π.χ. άδεια οδήγησης). Εάν δεν διαπιστωθεί η ταυτότητα του
υποψηφίου, δεν θα επιτραπεί η είσοδός του στην αίθουσα.

Οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν μαζί τους δύο στυλό διαρκείας (μπλε ή μαύρου
χρώματος). Δεν επιτρέπεται να φέρουν βιβλία, σημειώσεις γραπτές ή άλλου
είδους βοηθήματα, οποιαδήποτε υπολογιστική μηχανή, καθώς και κινητά
τηλέφωνα ή άλλα συστήματα τηλεπικοινωνίας. Μπορούν όμως να έχουν μαζί
τους ένα θερμός με νερό ή αναψυκτικό. Σημειώνεται ότι στο απαντητικό φύλλο
δεν επιτρέπεται το σβήσιμο με οποιονδήποτε τρόπο.

Κατά τη διάρκεια παραμονής στην αίθουσα εξετάσεων δεν επιτρέπεται το
κάπνισμα.

Οι υποψήφιοι κατανέμονται στις αίθουσες με βάση την αλφαβητική σειρά του
επωνύμου τους, σύμφωνα με τους καταλόγους που θα βρίσκονται στα
εξεταστικά κέντρα.

Οι επιτηρητές της αίθουσας επικολλούν στα οικεία πλαίσια των τετραδίων ή των
απαντητικών φύλλων ειδικές αυτοκόλλητες ετικέτες (barcodes) με τα ατομικά
στοιχεία των υποψηφίων, τα οποία πρέπει να ελεγχθούν από τους υποψηφίους.
Στη συνέχεια, οι υποψήφιοι υπογράφουν στον προβλεπόμενο χώρο πάνω από
την κάθε ετικέτα. Η υπογραφή δεν πρέπει να βγαίνει έξω από το οικείο πλαίσιο
και, φυσικά, δεν πρέπει να αλλοιώνει τις ετικέτες (barcodes), οι οποίες κατά την
παράδοση των τετραδίων ή των απαντητικών φύλλων καλύπτονται με αδιαφανές
κάλυμμα από τους επιτηρητές.

Η εξέταση των μαθημάτων θα γίνει την Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008 σε δύο
θεματικές ενότητες. Η πρώτη θα καλύπτει το γνωστικό αντικείμενο και η
δεύτερη τη διδακτική μεθοδολογία και τα παιδαγωγικά.



Η διάρκεια της εξέτασης κάθε θεματικής ενότητας αναγράφεται στο πρόγραμμα
και αρχίζει από τη διανομή των θεμάτων στους υποψηφίους. Λόγω του
αναγκαίου χρόνου για την τηλεμετάδοση και αναπαραγωγή των θεμάτων, θα
υπάρξει ένα διάστημα αναμονής από την ώρα έναρξης της εξέτασης που
αναγράφεται στο πρόγραμμα μέχρι και το χρόνο που θα δοθούν τα θέματα.
Στους υποψηφίους πάντως θα δοθεί πλήρως ο προβλεπόμενος για την εξέταση
χρόνος, ανεξάρτητα από την ώρα που θα διανεμηθούν τα θέματα. Τα θέματα για
την εξέταση του κάθε μαθήματος μαζί με τις ενδεχόμενες επεξηγήσεις θα
διανεμηθούν γραπτά από τους επιτηρητές στους υποψηφίους με την έναρξη της
εξέτασης. Εντός του χρονικού αυτού διαστήματος ο διαγωνιζόμενος έχει την
ευχέρεια, εφόσον στην εξέταση περιλαμβάνονται δύο ή περισσότερα μαθήματα,
να διαθέσει για κάθε μάθημα όση ώρα κρίνει απαραίτητη, υπό την προϋπόθεση
ότι δεν θα υπερβεί τη συνολική διάρκεια εξέτασης που ορίζεται στο πρόγραμμα.

Η έξοδος δεν επιτρέπεται στους υποψηφίους πριν περάσει μία (1) ώρα από την
έναρξη της εξέτασης.

Οι υποψήφιοι, πριν αποχωρήσουν από την αίθουσα, είναι υποχρεωμένοι να
παραδώσουν το τετράδιο ή το απαντητικό φύλλο μαζί με όλο το άλλο γραπτό
υλικό που τους έχει δοθεί (θέματα, οδηγίες κ.λπ.) και να υπογράψουν στις
καταστάσεις παρόντων – απόντων.

Κατά την παράδοση των τετραδίων ή των απαντητικών φύλλων οι επιτηρητές
ελέγχουν τα ατομικά στοιχεία του υποψηφίου, τα οποία καλύπτονται με μαύρο
αδιαφανές αυτοκόλλητο κάλυμμα παρουσία του, και υπογράφουν στην
τελευταία σελίδα των απαντήσεων του τετραδίου ή στις αντίστοιχες θέσεις του
απαντητικού φύλλου. Επιπλέον, καταστρέφουν το βοηθητικό μέρος του
απαντητικού φύλλου, καθώς και το υπόλοιπο υλικό (θέματα, οδηγίες, πρόχειρο).

Μετά τη λήξη του χρόνου εξέτασης οι διαγωνιζόμενοι που έχουν παραμείνει
στην αίθουσα εγείρονται, και οι επιτηρητές μαζεύουν τα τετράδια ή τα
απαντητικά φύλλα τους και όλο το άλλο υλικό που τους έχει δοθεί, ανεξάρτητα
από το αν έχουν ολοκληρώσει τις απαντήσεις τους. Μετά την παράδοση των
γραπτών δοκιμίων οι υποψήφιοι πρέπει να αποχωρήσουν από την αίθουσα.

Υποψήφιοι που δεν παραδίδουν τα γραπτά τους δοκίμια ή επιθέτουν σ’ αυτά
σημεία αναγνωρίσεως ή χρησιμοποιούν βοηθήματα ή αλληλοβοηθούνται και
γενικώς δεν συμμορφώνονται με τις υποδείξεις ή τις οδηγίες των υπευθύνων της
αίθουσας ή διαταράσσουν την τάξη ή χρησιμοποιούν μέσα επικοινωνίας με το
εκτός της αίθουσας περιβάλλον ή δολιεύονται γενικώς την εξέταση
αποβάλλονται από την αίθουσα και αποκλείονται από το διαγωνισμό, αφού
προηγουμένως κληθούν προφορικώς σε άμεση ακρόαση.

Τα κινητά τηλέφωνα απαγορεύονται.
Αθήνα, 30 Σεπτεμβρίου 2008

Από το ΑΣΕΠ