24 Οκτ 2009

"Η μουσική στην Ελλάδα: ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ"

Επί σειρά ετών "καταπίνω" την γλώσσα μου για τα κακώς κείμενα στην μουσική ζωή του τόπου μας... και πνίγομαι... Ουδέποτε μίλησα-έκρινα επιστήμες ή τέχνες που δεν γνωρίζω... Την μουσική όμως (σαν τέχνη και επιστήμη μαζί) την σπούδασα με σεβασμό και σοβαρότητα κοντά σε πραγματικά "μεγάλους". Και την υπηρετώ επί σειρά ετών, κάτω από δύσκολες συνθήκες, με εντιμότητα και συνέπεια. Αυτό μου δίνει -πιστεύω- το δικαίωμα να αναφερθώ στην κατάντια της μουσικής, στην Ελλάδα του 2009!
* Η συντριπτική πλειοψηφία των Ωδείων -σήμερα- είναι μαγαζάκια που ΠΟΥΛΑΝΕ πτυχία. Άλλοτε ουσιαστικά, γεμίζοντας τον τόπο χαρτιά... Και άλλοτε μεταφορικά: μονόφθαλμοι ή εντελώς αστοιχείωτοι δάσκαλοι διαιωνίζουν την ημιμάθεια ή την αμάθειά τους, μοιράζοντας πτυχία χωρίς αντίκρισμα και καταδικάζουν τους μαθητές τους σε έναν μουσικό μεσαίωνα...
Δεκάδες παιδάκια έχουν απευθυνθεί σε μένα και σε άλλους σοβαρούς συναδέλφους.. Παιδάκια που υποτίθεται πως έχουν χρόνια σπουδών και βρίσκονται σε υψηλές τάξεις.. Παιδάκια των οποίων οι γονείς επί χρόνια πληρώνουν ακριβά δίδακτρα.. Παιδιά που ξεκίνησαν με αγάπη για την μουσική, αλλά κανείς δεν τους είπε ποτέ πως για να παίξουν ένα μουσικό όργανο ή για να τραγουδήσουν σωστά απαιτείται σοβαρή-πολυετής σπουδή. Σπουδή με πρόγραμμα-συγκέντρωση-λεπτομέρεια, πολύωρη εβδομαδιαία μελέτη, παρακολούθηση ποιοτικών συναυλιών και χίλια δύο άλλα! Δεκάδες φορές αναγκάστηκα να παίξω τον ρόλο της "κακιάς-υπερβολικής-ψωνισμένης", λέγοντας σε τέτοια παιδιά (που μου ζήτησαν την γνώμη μου για το επίπεδό τους) πως τα χρόνια που αφιέρωσαν είναι για πέταμα, ή ότι είναι εντελώς "στραβά διδαγμένα"....
Στον αντίποδα αυτής της πραγματικότητας, τα ελάχιστα Ωδεία που δουλεύουν ακόμα ποιοτικά και έντιμα, φυτοζωούν... Γιατί ο απαίδευτος μουσικά Έλληνας προτιμά τα Ωδεία- Σχολές "μπακάλικα", που θα δώσουν στο παιδί του ένα εύκολο-γρήγορο (και με λίγο λάδωμα...) πτυχίο... και την ευκαιρία να καμαρώσει γι΄αυτό στον φίλο ή τον γείτονα! Βέβαια τον έλεγχο όφειλε να τον κάνει το αρμόδιο ΥΠ.ΠΟ. και όχι ο κάθε γονιός... αλλά, στην Ελλάδα ζούμε!...
* Οι χιλιάδες λοιπόν ημιμαθείς-στραβοδιδαγμένοι απόφοιτοι των "Ωδείων-μπακάλικων", μετά την απόκτηση του πτυχίου-διπλώματός τους, ακολουθούν συνήθως την εξής πορεία:
α) ουδέποτε ξαναμελετούν το όργανο-μουσικό αντικείμενο που σπούδασαν,
β) ουδέποτε κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές στις σοβαρές μουσικές Ακαδημίες του εξωτερικού,
γ) ουδέποτε παρακολουθούν σεμινάρια,
δ) αποφεύγουν να παρακολουθήσουν πραγματικά ποιοτικές εκδηλώσεις (με διάφορες δικαιολογίες...)
ε) δεν κάνουν οι ίδιοι συναυλίες-ρεσιτάλ κλπ...
ΑΝΤΙ ΓΙΑ ΑΥΤΑ, κλείνονται σε ένα μίζερο δωμάτιο (με ένα συνήθως ξεκούρδιστο όργανο), παραδίδοντας κατ΄οίκον μαθήματα (χωρίς έλεγχο-πρόγραμμα) σε δύστυχα παιδιά... Οι περισσότεροι μάλιστα πλάθουν φανταστικές ιστορίες για τα επιτεύγματά τους και καταφεύγουν σε μικρές πόλεις παρουσιαζόμενοι ως "φωστήρες" ώστε οι μικροί μαθητές να τους βλέπουν σαν θεούς. Ελάχιστοι δε, έχουν ΚΑΙ το ΘΡΑΣΟΣ να εμφανίζονται κατά καιρούς σε συναυλίες, κυρίως στην επαρχία, δίνοντας ψευδή βιογραφικά και ΒΙΑΖΟΝΤΑΣ την μουσική που αποδίδουν...
Πρόσφατα, στην Κεφαλονιά (που μένω και εργάζομαι αρκετές ημέρες της εβδομάδας) παρακολούθησα στην τοπική TV αναμετάδοση ενός ρεσιτάλ πιάνου μιας αυτοαποκαλούμενης ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ!; και κόντεψα να πάθω έμφραγμα από την κακοποίηση της αποδιδόμενης μουσικής (παραλλαγμένα έργα -τα περισσότερα όχι πιανιστικά, ανύπαρκτη τεχνική, ανύπαρκτος ρυθμός, απλοποιημένα-πετσοκομμένα έργα στα δύσκολα σημεία κλπ...), την στιγμή που τα διθυραμβικά σχόλια των υπευθύνων διοργανωτών προκαλούσαν (στο παν-άσχετο ακροατήριο) ρίγη συγκίνησης και έντονα χειροκροτήματα! Και αυτό είναι σύνηθες φαινόμενο σε εκδηλώσεις-ρεσιτάλ, κυρίως στην επαρχία…
ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ: Δεν βρίσκεται κανένας να τολμήσει να διαμαρτυρηθεί για τέτοιες κακές εκδηλώσεις που δημιουργούν λάθος-χαμηλά πρότυπα στο κοινό!;;;;;
* Για τα μεγάλα θέατρα της χώρας μας λίγα θα πω. Είναι σίγουρο πως σε αίθουσες όπως τα Μέγαρα Αθηνών - Θεσσαλονίκης φιλοξενούνται πολλές υψηλού επιπέδου εκδηλώσεις. Είναι όμως εξίσου σίγουρο (και κοινό μυστικό) ότι πολύ δύσκολα Έλληνας κάνει καριέρα σε τέτοιους χώρους. Πρέπει να είναι κανείς τεράστιο- αδιαμφισβήτητο ταλέντο (π.χ: Δ. Σγούρος, Λ. Καβάκος, Μάτα Κατσούλη κλπ...) ώστε δικαίως να παρουσιάζεται σε τέτοιους χώρους. Διαφορετικά, ένας καλός μουσικός πρέπει να είναι μέλος μεγάλων οικονομικών-πολιτικών λόμπυ, ή γνωστό μέλος της gay κοινότητας, για να του ανοιχτούν πόρτες... Οι δε κριτικοί των ΜΜΕ ευκολότατα "καταπίνουν" κακές εκτελέσεις "μεγάλων ονομάτων"... αλλά δυσκολότατα γράφουν-λένε καλή κουβέντα για κάποια ταλαντούχα άτομα, που έχουν την προσωπικότητα και το θάρρος να μένουν μακριά από συγκεκριμένες "κλίκες"...
Επίσης οι κρατικές-επίσημες ορχήστρες μας παίζουν συνήθως αμελέτητες -ως εμποροϋπάλληλοι (όπως έλεγε ο συγχωρεμένος πιανίστας Κυδωνιάτης) και κοιτάνε το ρολόι τους πότε θα τελειώσουν την πρόβα... Αλλά τι να πεις... έχουν και δίκια... οι περισσότεροι είναι ανασφάλιστοι και απλήρωτοι επί μακρόν...
Για να μην πω για τις δεκάδες ερασιτεχνικές χορωδίες της χώρας με τους καραγκιόζηδες αυτοαποκαλούμενους μαέστρους! Διοργανώνουν απίστευτα πολλά "φεστιβαλάκια" και περιδιαβαίνουν την χώρα (ενίοτε -ξεδιάντροπα- και το εξωτερικό) δίνοντας συναυλίες, στις οποίες χορωδοί (στην πλειοψηφία τους 60-80 ετών) γκαρίζουν άτεχνα (μα κεφάτα!) τα τραγούδια που ο εκάστοτε μαέστρος τους συμπαθεί.. Αδιαφορούν βέβαια για το τι έχει γράψει ο συνθέτης που ερμηνεύουν, κάνουν απίθανες παραφράσεις των έργων που τραγουδούν, δουλεύουν κυρίως με "το αυτί" (και καμαρώνουν γι' αυτό!!!), αλλά έχουν πάντα φανταχτερές στολές.....(όχι παίζουμε!)
* Αλλά η μουσική σήψη δεν περιορίζεται στους χώρους της κλασσικής μουσικής! Κάποτε (μέχρι πρόσφατα) η μουσική για χαλαρή διασκέδαση (έντεχνη ή και λαϊκή) συνδεόταν με συνθέτες του βεληνεκούς ενός Χατζιδάκι... και στα βραδινά κέντρα απολάμβανες ερμηνευτές σαν την Γαλάνη και την Αλεξίου... Τώρα τα πρώτα ονόματα είναι άφωνα αγόρια που διαθέτουν νέας τεχνολογίας διορθωτικά μικρόφωνα και οπίσθια αρεστά σε διεστραμμένους μάνατζερ... και κορίτσια που αντί για ωραίες φωνές και σπουδές διαθέτουν ωραίες μεσούλες-μπουτάκια και στόλους υπηρετών (για μακιγιάζ, ντύσιμο, σκηνικά και χορευτικά), συνήθως δωρισμένους από τους γοργά εναλλασσόμενους πλούσιους εραστές τους!
Και φυσικά, αυτά τα αγόρια και κορίτσια διαφημίζονται μετά μανίας από καλοστημένα-εντυπωσιακά τηλεοπτικά σώου, τα οποία έχουν -κάποιοι- το Θράσος να τα αποκαλούν "μουσικές ακαδημίες"...!!!! Όλα αυτά με την ανοχή και συχνά την υποστήριξη της επίσημης πολιτείας... που το μόνο που προσφέρει στον Έλληνα είναι να προβάλλει τις μεγάλες-σοβαρές παραστάσεις (στην κρατική ΤV), αραιά και που, στις 3 τα ξημερώματα!
Σημεία των καιρών; Αποτέλεσμα της γενικότερης σήψης στον σύγχρονο πολιτισμό;;;
Πολλά μπορώ και θα ήθελα να επισημάνω ακόμα. Αλλά δεν ξέρω αν ωφελεί..
ΠΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΠΟΙΑ ΛΟΓΙΑ να πείσει ένας άνθρωπος σήμερα πως η μουσική είναι ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΜΑΖΙ και με δεδομένη την επίδρασή της στη ανθρώπινη νόηση-ψυχή οφείλουμε να την αντιμετωπίζουμε με τον αρμόζοντα σεβασμό;; Πως στην εποχή της προχειρότητας, της τσαπατσουλιάς, της φτήνιας, του εύκολου και του γελοίου να εξηγήσει κανείς τι εστί μουσική ποιότητα;;;
Μακάρι κάποιοι να ανοίξουν τα μάτια τους και να ψάξουν...
Εγώ έδωσα ένα στίγμα... πιότερο για να ξαλαφρώσω...
ΔΕΝ σημαίνει βέβαια πως όποιος ασχοληθεί με την ποιότητα θα γίνει υποχρεωτικά σπουδαίος ερμηνευτής ή συνθέτης, ή ότι θα παράγει πάντα υψηλή τέχνη... Το ΤΑΛΕΝΤΟ διαμορφώνει τους μεγάλους και τους ξεχωριστούς... Οι περισσότεροι είμαστε άνθρωποι με περιορισμένες δυνατότητες.
ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΥ ΒΑΔΙΖΟΥΜΕ. ΚΑΙ ΝΑ ΕΠΙΛΕΓΟΥΜΕ -ΕΣΤΩ- ΤΟΝ ΜΟΝΟ ΣΩΣΤΟ ΔΡΟΜΟ: την σοβαρή μουσική παιδεία, που χαρίζει -ΣΙΓΟΥΡΑ- ουσιαστική γνώση και καλλιέργεια. Και διαμορφώνει αληθινούς μουσικούς και σωστούς ακροατές, με μουσική συνείδηση και ήθος.
Για να αποτελεί η Μουσική στην ζωή μας ΑΓΓΙΓΜΑ ΨΥΧΗΣ. Άγγιγμα από "πολύτιμα πετράδια", από ήχους-γνώσεις που προσφέρουν "κάθαρση". ΌΧΙ άγγιγμα σκουπιδιών!!!!!

Φωτεινή Σαμαρά
Καθηγήτρια-σολίστ κλασσικού τραγουδιού,
Μαέστρος "Χορωδιακών Σχημάτων Δήμου Αργοστολίου",
Καλλιτεχνική Διευθύντρια Δημοτικού Ωδείου Λειβαθούς,
Ιδρύτρια της μουσικής ομάδας σολίστ: Conversazione

23 Οκτ 2009

Ο ήχος του Stevie Ray Vaughan ήταν μνημειώδης..

Δεν υπάρχει κανένας μύθος σε αυτό. Αλλά μια ολόκληρη βιομηχανία δημιουργήθηκε βοηθώντας τους κιθαρίστες να αντιγράψουν αυτόν τον τερατώδη ήχο. Σε αυτό το σημείο θέλω να συμβάλλω στην απομυθοποίηση αυτού του εγχειρήματος και να διερευνήσω τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να πετύχουμε σχετικά με την αναπαραγωγή αυτού του μοναδικού ήχου. Όπως και με τους πιο φημισμένους κιθαρίστες, τα συστατικά του ήχου του SRV μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: κιθάρες, ενισχυτές και πετάλια. Σε αυτή την περίπτωση αυτό αντιπροσωπεύει μια εξειδικευμένη κατανομή της σοβαρότητας με την οποία αναλύεται ο εξοπλισμός του συγκεκριμένου καλλιτέχνη. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα ένα, ένα και από την αρχή, ας αναλύσουμε μερικούς από τους μικρούς μύθους που τα περιβάλλουν και ας δούμε που οδηγούμαστε.
Ο SVR έπαιζε με διάφορες κιθάρες κατά τη διάρκεια της καριέρας του αλλά η αγαπημένη του κιθάρα και αυτή που χρησιμοποιούσε περισσότερο ήταν μία κιθάρα που την αποκαλούσε Number One και που αγοράστηκε στα μέσα της δεκαετίας του'70 από το κατάστημα του Ray Hennig's Heart of Texas, στο Austin του Texas. Αυτή η κιθάρα συχνά περιγράφεται σαν μια Fender Stratocaster του 1959 με ταστιέρα από τριανταφυλλιά, μία αναφορά που έχει βοηθήσει δίνοντας στις Stratocaster κιθάρες μία επιθυμητή παλαιότητα στο χώρο των συλλεκτών μουσικών οργάνων. Μολονότι υπάρχουν αναφορές του SRV σχετικά με το θέμα της ταλαιπωρημένης κιθάρας του, το σώμα και το μπράτσο της κιθάρας ήταν κατασκευής 1962 με αυτήν την ημερομηνία να υπάρχει αντίστοιχα και στην υποδοχή του μπράτσου αλλά και στο τελείωμά του αντίστοιχα όπως έχει καταθέσει αρκετές φορές σε συνεντεύξεις, ο για πολύ καιρό τεχνικός των κιθάρων του καλλιτέχνη Rene Martinez.
Οι μαγνήτες όμως πράγματι είχαν ημερομηνία 1959 αλλά είναι άγνωστο αν η Fender τους είχε σε στοκ και αργοπόρησε να τους κυκλοφορήσει ώστε να εμφανιστούν μαζί με το κατασκευασμένο το 1962 μπράτσο και σώμα της κιθάρας. Αυτό το θέμα δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Έχει όμως σημασία πόσο παλιά είναι η κιθάρα και αν η παλαιότητά της έχει αξία; Όχι και πολύ. Ανεξάρτητα με τη σχέση μιας Fender του 1959 και του SRV που ισχυρίζεται ότι ήταν η κιθάρα του, το μοντέλο του 1959 έχει όντως συλλεκτική αξία γιατί είναι η σημαδιακή χρονιά που η Fender χρησιμοποίησε ξύλο τριανταφυλλιάς για να κατασκευάσει την ταστιέρα στις Stratocaster της αλλά πλάκες ξύλου τριανταφυλλιάς (για πλατύτερες ταστιέρες με επίπεδο πυθμένα (βάση) αντί για λεπτότερες επιστρώσεις ξύλου για την ταστιέρα που στη συνέχεια ακολούθησαν) , εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται και μέσα στο 1962 που σημαίνει πως τα μπράτσα των Fender που κατασκευάστηκαν από το 1959-1962 δεν είχαν και μεγάλες διαφορές.
Σε κάθε όμως περίπτωση, η Νο1 ήταν πολύ μακριά από το να θεωρηθεί αυθεντική και αν δεν ήταν η σχέση της με τον SRV θα ήταν μια παλιά κιθάρα την οποία προκλητικά σνομπάρουν οι συλλέκτες. Ο SRV προτιμούσε τα μεγάλα τάστα της Dunlop και έτσι αυτή η κιθάρα είχε αλλάξει τάστα τόσες πολλές φορές (λόγω της υπερβολικής χρήσης) ώστε το άνω τελείωμα της ταστιέρας είχε μετακινηθεί από το αρχικό 7 ¼ σε ένα πιο επίπεδο 9 (όπως αναφέρθηκε από τον επισκευαστή μουσικών οργάνων που τη μέτρησε αλλά και συγγραφέα τον Dan Erlewine σε άρθρο του στο The Guitar Player Repair Guide). Αυτή η πατέντα θα έκανε κάθε συλλέκτη να το βάλει στα πόδια αλλά είναι γεγονός πως η μεγαλύτερη ακτίνα πλάτυνσης κάνει ευκολότερο να λυγίζει κανείς τις χορδές χωρίς να στριμώχνεται πάνω στα τάστα. Πολλά επίσης λέγονται για το αριστερόστροφο τρέμολο και που τοποθετήθηκε στην No1 τα πρώτα χρόνια ιδιοκτησίας της κιθάρας από τον SRV και για το γεγονός ότι αυτό αντέγραφε τη λειτουργία του αντίστοιχου δεξιόστροφου που χρησιμοποιούσε στην Stratocaster του ο Jimmy Hendrix, ένας κιθαρίστας που ο SRV θαύμαζε πάρα πολύ. Η μετατροπή σίγουρα επιφέρει κάποιες μικρές διαφορές κυρίως στην αίσθηση του τρέμολο αλλά οι έγκυρες πληροφορίες μας λένε πως αυτό έγινε τυχαία και όχι με κάποιον υπολογισμό. Ο Rene Martinez μας λέει και πάλι πως το αριστερόστροφο τρέμολο ήταν το μόνο που υπήρχε διαθέσιμο για να αντικαταστήσει το αρχικό όταν αυτό πάλιωσε και χρειαζόταν αντικατάσταση.
Επίσης το μαύρο πλαίσιο που περιβάλλει τους μαγνήτες (pickguard) με τα αντανακλούμενα αυτοκόλλητα ήταν σίγουρα μια αντικατάσταση πριν βέβαια ηχογραφηθεί το Texas Flood. Ο SRV είχε θεαθεί με αυτή τη κιθάρα να φέρει το αρχικό της λευκό pickguard. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως αργότερα αντικαταστάθηκε και το μαύρο pickguard με ένα άλλο επίσης μαύρο αλλά και με ένα επίχρυσο σετ από κλειδιά και καβαλάρη αλλά και με ένα καινούργιο μπράτσο. Όλα αυτά έγιναν το 1990 μιας και το παλιό μπράτσο ήταν τόσο φθαρμένο που δεν μπορούσε πλέον να επισκευαστεί ξανά.
Πολλά επίσης λέγονται για το γεγονός ότι ο SRV χρησιμοποιούσε πολύ παχιές χορδές συνήθως 0.13 έως 0.58 και όντως αυτό σημαίνει πως οι μεγαλύτερες σε πάχος χορδές μεταδίδουν ένα μεγαλύτερο σήμα μέσα από τους μαγνήτες. Σημειώστε όμως πως ο Jimmy Hendrix χρησιμοποιούσε 0.09 αλλά όλοι γνωρίζουμε πως ο ήχος του δεν υστερούσε σε όγκο σε καμία περίπτωση. Επίσης ο SRV έκανε χαμηλότερο κούρδισμα χαλαρώνοντας τις χορδές που χονδροειδώς σημαίνει πως κάνει την αίσθηση των χορδών ελαφρύτερη.
Υπήρχε μαγεία στην Stratocaster του SRV; Αυτός σίγουρα την αγαπούσε αλλά η κιθάρα ακουγόταν το ίδιο ακόμα και όταν έκανε αυτές τις ριζικές αλλαγές το 1990. Να ήταν άραγε οι ενισχυτές που χρησιμοποιούσε;
Τα πρώιμα χρόνια ο SRV χρησιμοποιούσε κυρίως λαμπάτους ενισχυτές της Fender της δεκαετίας 60-70 και ενάλλασσε τις προτιμήσεις του μεταξύ των Vibroverbs, Twin Reverbs και Super Reverbs. Σε κάποια στιγμή επίσης αγόρασε έναν 100-watt Marshall Town & Country 2x12 combo και συχνά τους αντικαθιστούσε με ζευγάρι. Μπορεί κανείς να ακούσει το δυνατό ήχο να αναπτύσσεται αλλά όπως και να αναμίξει κανείς τους ενισχυτές πάντα ο ήχος του ήταν ο ήχος ο προσωπικός του, ο ήχος του SRV.Το μυθικό πλεόνασμα από ενισχυτές που είχε κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του In Step, σύμφωνα με τον τεχνικό ενισχυτών Cesar Diaz, χρησιμοποιήθηκαν 32 ενισχυτές στο στούντιο με διάφορους συνδυασμούς σε διάφορα τραγούδια. Ανάμεσα σε αυτούς τους ενισχυτές ήταν και οι 150-watt Dumble Steel, String Singer, vintage 1959 Fender tweed Bassman, and ένα ζευγάρι από 200-watt Marshal Major stacks. Οι θερμοί οπαδοί του SRV έχουν μοχθήσει πολύ να αποκτήσουν αυτόν τον ήχο και γνωρίζω αρκετούς που έχουν κατασκευάσει πολύπλοκα και ακριβά συστήματα ενισχυτών για να πετύχουν τον ήχο του In Step. Όμως κανείς δεν γνωρίζει τους συνδυασμούς αυτών των ενισχυτών και σε ποία ακριβώς κομμάτια του άλμπουμ χρησιμοποιήθηκαν. Υπάρχουν πλήθος αναφορών για καλλιτέχνες που προσκαλούσαν τον SRV να παίξει στη σκηνή χρησιμοποιώντας την κιθάρα τους και έναν μονάχα ενισχυτή. Το αποτέλεσμα ήταν και πάλι το ίδιο. Ο SRV έβγαζε τον μοναδικό του ήχο έστω και με αυτά τα μέσα
Ο SRV επίσης χρησιμοποιούσε ένα σημαντικό αριθμό πεταλιών αλλά το κυρίως πετάλι του ήταν ένα Ibanez Tube Screamer. Το ορίτζιναλ αυτό πετάλι είναι σίγουρα ένα σημαντικό συλλεκτικό κομμάτι και κοστίζει πάνω από 500 δολάρια για κάποιον που θέλει να το αποκτήσει. Είναι αυτό λόγω του SRV; Όχι απαραίτητα μιας και ο καλλιτέχνης είχε ξεκινήσει με ένα TS-9 ενώ χρησιμοποιούσε εκτενώς και ένα TS-100 μέχρι και το τέλος της καριέρας του και το οποίο κανείς μπορεί να προμηθευτεί με λιγότερο από 100 δολάρια. Είναι αξιοπρεπή πετάλια αλλά δεν υπάρχει κανένα μυστήριο σπανιότητας σε σχέση με αυτά. Πολλοί δε κιθαρίστες πιστεύουν πως αυτά τα πετάλια έχουν πλέον ξεπεραστεί με πολλά και πολύ πιο σύγχρονα.Αν κανείς προσθέσει όλα αυτά, θα συμπεράνει πως αν και υπήρχε αφθονία υλικών αυτά κατ' ανάγκη δεν βασίζονται σε κάποια μαγική συνταγή που του δημιουργούσε τον ήχο που έβγαζε. Ο άνθρωπος έπαιζε σκληρά και έπαιζε καλά και σαν συνέπεια, ένα πολύ δυνατός ήχος έβγαινε προς τα έξω.

21 Οκτ 2009

Σπεράντζα Βρανά

Η Σπεράντζα Βρανά μπορεί να «έφυγε» από κοντά μας τον προηγούμενο μήνα (29/9/2009) αλλά το ταλέντο κι η ακτινοβολία της θα λάμπουν για πάντα! Η Σπεράντζα Βρανά , ένας αληθινός χείμαρρος ζωντάνιας και κεφιού , ένας θηλυκός πειρασμός , στα νιάτα της!
Η Σπεράντζα Βρανά γεννήθηκε στο Μεσολόγγι στις 6 Φεβρουαρίου του 1932. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ελπίδα Χωματιανού. Η Βρανά πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1948 στην ιστορική –πια- επιθεώρηση των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου «Άνθρωποι…άνθρωποι» με άδεια ως εξαιρετικό ταλέντο. Στο θέατρο «Μετροπόλιταν» που ανέβηκε η παράσταση , οι συγγραφείς είχαν αποφασίσει να χρησιμοποιήσουν νέα ταλέντα. Σ’ αυτό το έργο έκανε την 1η του εμφάνιση ο Φωτόπουλος , εμφανίστηκαν επίσης η Ειρήνη Παπά, η Σμαρούλα Γιούλη , ο Ορέστης Μακρής και φυσικά η Σπεράντζα Βρανά. Σ’ αυτή την επιθεώρηση η Βρανά έπαιξε τον 1ο της μάγκικο ρόλο , έναν χαρακτήρα που τη σημάδεψε τα κατοπινά χρόνια. Τελειώνοντας το νούμερό της η Βρανά τραγουδούσε το πασίγνωστο ως τις μέρες μας «Το τραμ το τελευταίο»(το 1ο αρχοντορεμπέτικο τραγούδι) ! Έγινε γνωστή στο πλατύτερο θεατρόφιλο κοινό το 1953 με το νούμερό της στην επιθεώρηση «Δώσε» στο θέατρο «Ακροπόλ». Με το ανεπανάληπτο στυλ της ερμήνευσε μερικά από τα πιο γνωστά επιθεωρησιακά τραγούδια όπως το «Δώσε», το «Μονοπάτι», το «Τραμ το τελευταίο» , «Η βαλίτσα» και το «Μάμπο μπραζιλέρο». Η 1η ταινία που συμμετείχε ήταν το «Έλα στο θείο» (1950) του Νίκου Τσιφόρου αλλά αυτή που την έκανε πασίγνωστη ήταν «Η κάλπικη λίρα» (1955) του Γιώργου Τζαβέλλα. Έπαιξε και σ’ άλλες γνωστές ταινίες όπως : «Το σοφεράκι» (1953), « Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Ο σκληρός άνδρας» (1961), «Ο φαλακρός μαθητής» (1979) κ.ά.
Η Σπεράντζα έγραψε ιστορία στο μουσικό θέατρο και συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους ηθοποιούς της επιθεώρησης της εποχής της! Το μπρίο , η σκηνική παρουσία , η θηλυκότητα που εξέπεμπε την έκαναν ιδιαίτερα αγαπητή στο κοινό κι ιδιαίτερα στο αντρικό. Παρ’ όλα αυτά εκείνη με την προσωπική της ζωή έδειξε πόσο συνειδητοποιημένη ήταν.Η Βρανά έγραψε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Τολμώ» που έκανε μεγάλη επιτυχία! Η επιτυχία αυτή την έκανε να συνεχίσει τη γραφή και να εκδώσει τα βιβλία « Το θέατρο, τα μπουλούκια κι εγώ», το «Επιθεώρηση, καψούρα μου!», «Ο οργασμός του μπράβο» αλλά και άλλα που δεν έχουν να κάνουν με το θέατρο.
Τα τελευταία χρόνια (από το 1985) η Σπεράντζα είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα θα της αλλάξει τη ζωή και θα την καθηλώσει σε καροτσάκι. Εκείνη όμως , φύση αισιόδοξη, δεν το βάζει κάτω κι εμφανίζεται συχνά σε τηλεοπτικές εκπομπές δίνοντας συνεντεύξεις προσφέροντας σε όλους λίγη από την θετική της ενέργεια!
Το 1999 εμφανίζεται για τελευταία φορά σε ταινία. Ήταν το «Safe sex» των Ρέππα-Παπαθανασίου , ενώ πέρσι (2008)εμφανίστηκε στο Ηρώδειο , για τελευταία φορά στο κοινό, στην μουσική παράσταση «Αυτά που κάψαν το σανίδι» των Κραουνάκη –Νικολακοπούλου. Η Σπεράντζα τραγούδησε – καθισμένη στην πρώτη σειρά, αφού δεν μπορούσε να ανέβει στη σκηνή – το «Μονοπάτι» και καταχειροκροτήθηκε από τους χιλιάδες θεατές δείχνοντας το μεγαλείο και την τέχνη της!

17 Οκτ 2009

ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούν οι Πόντιοι είναι έγχορδα, πνευστά και κρουστά. είναι όργανα παραδοσιακά, που τα κατασκευάζουν ειδικοί λαϊκοί τεχνίτες.
Λύρα: Το βασικό μουσικό όργανο των Ποντίων. Έχει τρεις χορδές και παίζεται με δοξάρι. Κατασκευάζεται κυρίως από ξύλο δαμασκηνιάς «κοκκίμελον». Η όλη δομή της ποντιακής λύρας εμφανίζει χαρακτηριστικά στοιχεία βυζαντινής προέλευσης, αλλά η απώτατη προέλευσή της ανάγεται στη μυθική εποχή. Είναι εφεύρεση του Ερμή, όπου τη χάρισε στον Απόλλωνα. Αποκαλείται και «κεμεντζέ», ή «κεμεντζόπον» που σημαίνει βιολάκι.
Γαβάλ: Έχει και άλλες ονομασίες όπως : Γαβαλόπον, καβάλ’ και καβαλόπον. Πρόκειται για τουρκική ονομασία. Σε ορισμένες περιοχές του Πόντου ονομάζεται «χειλιά-βριν», χειλέων αυλός, δηλαδή αυλός που παίζεται με τα χείλη. Είναι κατ’εξοχήν μουσικό όργανο του τσοπάνου. Πνευστό που κατασκευάζεται από ξύλο. Μοιάζει με ξύλινο σωλήνα, όπου σε ευθεία γραμμή και σε κανονικά διαστήματα ανοίγονται έξη τρύπες, για τις αντίστοιχες νότες.
Αγγείον: Είναι ο αρχαίος άσκαυλος. Στην ποντιακή διάλεκτο έχει διάφορες ονομασίες: Αγγείον, τουλούμ, τούλουμπαν. Στους μη Πόντιους είναι γνωστό ως «γκάιντα» ή «τσαμπούνα».
Η Ζουρνά και το ταούλ: Η ζουρνά ή ζουρνάς είναι είδος αυλού. Ο ήχος της είναι οξύς. Αποτελεί εξέλιξη του αρχαίου «οξύαυλου». Απαραίτητος σύντροφος του ζουρνά είναι το νταούλι, όργανο κρουστό. Με το ταούλ και την ζουρνάν, ο γάμος παίρνει πανηγυρικό χαρακτήρα.
Κεμανέ: Είναι ένα είδος λύρας σε μεγαλύτερο όμως μέγεθος. Δεν είναι τόσο διαδεδομένη όπως η λύρα, ωστόσο είναι γνωστή σε αρκετές περιοχές του Πόντου.
Οι κυριώτεροι χοροί του Ποντιακού λαού είναι:
1. Λάχανα
2. Κότσαρι
3. τρυγόνα
4. Διπάτ
5. Τικ
6. Τας
7. Πιτσάκοϊ
8. Τσαντσάρα
9. Λετσίνα
10. Σαρίγγους
11. Γέμουρα
12. Πυρρίχιος
Ήταν οι Έλληνες κάτοικοι του Πόντου. Δραστήριοι και ικανοί επέβαλαν τον ελληνικό πολιτισμό σ’ όλους τους κατοίκους του Πόντου. Κρατούσαν στα χέρια τους την οικονομική ζωή των μεγάλων κέντρων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κτηνοτρόφοι και γεωργοί, τεχνίτες και έμποροι, ναυπηγοί από τα χρόνια τα παλιά και κατασκευαστές όπλων της εποχής παράγουν εκλεκτής ποιότητας προϊόντα. Έχουν απέραντη αγάπη στα γράμματα, τις τέχνες, τις επιστήμες, τις μούσες. Εκατοντάδες ελληνικά σχολεία και δάσκαλοι στον Πόντο , όχι μόνο δημοτικά αλλά και ημιγυμνάσια, με επικεφαλής το Φροντιστήριο Τραπεζούντας που μαζί με τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και την Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης αποτελούν τους τρεις περίλαμπρους ελληνικούς πνευματικούς φάρους της Ανατολής.
Με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα συμφέροντα των Μεγάλων και τα λάθη των Ελλήνων οδηγούν στη μικρασιατική καταστροφή. Με τη συνθήκη της Λωζάνης γίνεται ανταλλαγή των πληθυσμών. Πάνω από 300.000 Έλληνες του Πόντου εξοντώνονται από τις σφαγές των Τούρκων και το μαρτύριο της εξορίας. Περί τις 400.000 έρχονται στην Ελλάδα. Οι ξεριζωμένοι εγκαταλείπουν την πατρική γη τους και όλα τα υπάρχοντά τους. Παίρνουν μαζί τους τα ιερά κειμήλια και την πολιτιστική τους κληρονομιά.

16 Οκτ 2009

NEIL YOYNG - Ενας ηγέτης της σύγχρονης μουσικής

Μεγάλη εντύπωση μου προκάλεσε μία αναφορά του Bob Dylan στον Neil Young, σε μία σχετικά πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στο μουσικό περιοδικό Rolling Stone.
Δεν έχουμε συνηθίσει σε τέτοιου ύφους δηλώσεις από καλλιτέχνες της εμβέλειας και της αξίας του Dylan, ο οποίος στη συνέντευξη που έδωσε για το περιοδικό, είπε ότι ταξίδεψε στο Τορόντο και αναζήτησε την πόλη Winnepeg, όπου μεγάλωσε ο Neil Young μετά τον χωρισμό των γονιών του, όταν ήταν 12 ετών, μόνο και μόνο για να δεί τα τοπία που έβλεπε από το παράθυρό του όταν ήταν νεαρός και άγνωστος ο μεγάλος καναδός τραγουδοποιός, ο οποίος σημειωτέον είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, επηρεασμένος από τη μουσική του Dylan.
Η αλήθεια είναι ότι η πορεία του Neil Young στη μουσική είναι τόσο σημαντική, ώστε είναι λογικό να αναζητήσει κανείς οτιδήποτε έχει σχέση με την εξέλιξή του και τις ενδεχόμενες πηγές που τον έχουν εμπνεύσει όλα αυτά τα χρόνια, που πλησιάζουν τον μισό αιώνα.
Υπάρχουν βέβαια και άλλοι καλλιτέχνες που έχουν στην εποχή μας μεγάλη σε χρονική διάρκεια συμμετοχή στα μουσικά πράγματα, ο Young όμως είναι από αυτούς που ξεχωρίζουν, γιατί κάθε νέο του άλμπουμ καταφέρνει, ανεξαρτήτως του αν είναι τόσο καλό όσο τα παλαιότερα, να απασχολεί τα μουσικά περιοδικά και γενικά το σύνολο του Τύπου, σαν να πρόκειται για άλμπουμ που κυκλοφόρησε ένας 20χρονος νέος δημιουργός.
Διανύοντας την πέμπτη καλλιτεχνική δεκαετία του, ο Young έχει κατά καιρούς πειραματιστεί με διάφορα είδη μουσικής, όπως το swing, η τζαζ, τα μπλουζ, το ροκαμπίλι και η ηλεκτρονική μουσική, αλλά το ακουστικό και ηλεκτρικό κιθαριστικό ροκ είναι το είδος που έδειξε ότι αγαπάει περισσότερο, μέσα από τις ηχογραφήσεις του. Πριν από περίπου έναν μήνα, κυκλοφόρησε σε 8 cd το Neil Young Archives-Vol. 1 (1963-1972), μια έκδοση με επιλεγμένα τραγούδια, που θα την ακολουθήσουν και άλλες που θα καλύπτουν όλο το φάσμα της καριέρας του, γιατί δεν είναι εύκολο να καλύψει κανείς, έστω και σε 8 cd, μία πορεία που αφορά κυκλοφορία σχεδόν 50 άλμπουμ, με υλικό και συμμετοχές σε τόσα πολλά συγκροτήματα, όπως αυτά στα οποία έχει συμμετάσχει κατά καιρούς ο Young.
Εκτός από τις προσωπικές του ηχογραφήσεις, στα 128 τραγούδια, από τα οποία τα 48 εκδόθηκαν για πρώτη φορά, περιλαμβάνονται και τραγούδια με τα συγκροτήματά του Crosby, Stills, Nash and Young και Buffalo Springfield.
Ηδη από το Γυμνάσιο είχε αρχίσει να παίζει σε διάφορα συγκροτήματα με φίλους του στις αρχές της δεκαετίας του '60 και τελειώνοντας επέστρεψε στο Τορόντο, όπου άρχισε να κάνει εμφανίσεις σε διάφορα μικρά κλαμπ, στα οποία κυριαρχούσε η μουσική φολκ, σ' ένα αντίστοιχο μουσικό κίνημα με αυτό της Νέας Υόρκης στην ίδια περίοδο. Εκεί θα γνωρίσει τους μετέπειτα φίλους του Steve Stills, Richie Furay και Joni Mitchell, η οποία θα γράψει αργότερα το Circle Game επηρεασμένη από το Sugar Mountain του Neil Young.
Στο συγκρότημα των Mynah Birds είχε μαζί του τον μαύρο Rick James που στη δεκαετία του '70 θα φτιάξει μερικά καταπληκτικά φανκ τραγούδια, όπως τα Superfreak και Give It Το Me. Με τη διάλυση του συγκροτήματος, ο Young και ο μπασίστας του γκρουπ Bruce Palmer αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το Τορόντο και με την Pontiac του Young ταξίδεψαν στο Λος Αντζελες, όπου αναζήτησαν τους Steve Stills και Richie Furay και έφτιαξαν μαζί τους το συγκρότημα των Buffalo Springfield, που μαζί με τους Byrds ήταν αυτοί που με τον ήχο τους έβαλαν τις βάσεις για το λεγόμενο κάντρι ροκ, ένα είδος που για πολλά χρόνια θα παίξει σημαντικό ρόλο στη μουσική και οι προεκτάσεις του θα φτάσουν μέχρι και τις μέρες μας. Αρχικά το συγκρότημα είχε το όνομα Herd, αλλά για να μην τους μπερδεύουν με το βρετανικό συγκρότημα του Peter Frampton, λίγο πριν από την κυκλοφορία του πρώτου τους άλμπουμ, άλλαξαν το όνομά τους.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία τους ήταν το For What It's Worth και η περιοδεία που έκαναν με τους Byrds, βοήθησε στο να γίνουν γνωστοί σε όλη την Αμερική με το κάντρι-φολκ ροκ τους, όμως οι αρκετές μουσικές διαφορές που είχαν μεταξύ τους τα μέλη, οδήγησαν στη διάλυσή τους και ο Neil Young με τον Steve Stills ασχολήθηκαν με την προσωπική τους καριέρα. Ο Young θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 1969 το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ με τίτλο το όνομά του. Την ίδια χρονιά θα ηχογραφήσει μέσα σε 15 μέρες το δεύτερο άλμπουμ του Everybody Knows This Is Nowhere με το νέο συγκρότημά του, που αποτελούνταν από μουσικούς όπως ο κιθαρίστας Danny Whitten. Το συγκρότημα είχε το όνομα The Rockets και ο Young θα το αλλάξει σε Crazy Horse. Στο άλμπουμ αυτό υπάρχουν τρία από τα πιο γνωστά του τραγούδια, Cowgirl In The Sand, Cinnamon Girl και Down By The River.
Αυτός ο ξεχωριστός προσωπικός ήχος θα είναι ο πρόδρομος της έκρηξης του Grunge, που θα εμφανισθεί αρκετά χρόνια αργότερα με συγκροτήματα όπως οι Nirvana και οι Pearl Jam. Ετσι ο Neil Young ουσιαστικά έχει συμμετοχή στη δημιουργία ενός ακόμα μουσικού είδους μετά το κάντρι ροκ, ενώ θα είναι και αυτός που ουσιαστικά θα καθιερώσει τα ακουστικά κονσέρτα, τα οποία θα ονομασθούν Unplugged.
Με τον Stills θα συνεργαστεί λίγο αργότερα και στους Crosby, Stills, Nash and Young, συγκρότημα με το οποίο ο Young ηχογράφησε ένα μόνο στούντιο άλμπουμ, το Deja Vu, χωρίς να διακόψει την προσωπική του καριέρα, γιατί δεν ήθελε, όπως δήλωσε αργότερα, να κάνει αυτό που έκανε ο Joe Walsh με τους Eagles, δηλαδή να γίνει μόνιμο μέλος τους. Στη συνέχεια προέκυψε και το live Four Way Street.
Το 1970 θα κυκλοφορήσει το After The Goldrush, με τον 17χρονο τότε πιανίστα Nils Lofgren να παίζει σημαντικό ρόλο στην ηχογράφηση. Στο άλμπουμ αυτό υπήρχαν τα Southern Man, Only Love Can Break Your Heart, When You Dance You Can Really Love και Don't Let It Bring You Down.
Το Harvest, που θα ακολουθήσει το 1972, θα φέρει τη μουσική του Neil Young σε κάθε γωνία του κόσμου και θα γίνει η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του χάρη στο Heart Of Gold, αλλά θα περιλαμβάνει και άλλα αξέχαστα τραγούδια του, όπως τα Old Man, Are You Ready For The Country και The Needle and The Damage Done, που γράφτηκε για τον φίλο και κιθαρίστα των Crazy Horse, Danny Whitten, που ήταν ένα ακόμα θύμα της ηρωίνης.
Στη δεκαετία του '70 συνέχισε να κυκλοφορεί καταπληκτικά άλμπουμ, όπως τα On The Beach (1974), Tonight's The Night (1975), Zuma (1975), Comes Α Time (1978), Rust Never Sleeps, στο οποίο χωρίζει τις πλευρές των δίσκων σε ακουστικά και ηλεκτρικά ακούσματα, με το Out Of The Blue να είναι αφιερωμένο στον Johnny Rotten και τους Sex Pistols, και το Live Rust το 1979.
Στη δεκαετία του '80 ηχογραφεί μία σειρά από ενδιαφέροντα άλμπουμ, αλλά κλείνει εντυπωσιακά με το Freedom, στο οποίο υπάρχει το Rockin' In The Free World. Το ίδιο εντυπωσιακά ανοίγει και η δεκαετία του '90 με δύο σημαντικά άλμπουμ, όπως τα Ragged Glory (1990) και Weld (1991). Ο Young θα συνεχίσει να είναι ιδαίτερα παραγωγικός σε όλη τη δεκαετία, κυκλοφορώντας εννέα ακόμα άλμπουμ, με ανάμεσά τους το πολύ καλό Unplugged.
Την ίδια τακτική θα ακολουθήσει και στη δεκαετία του '90, κυκλοφορώντας και δύο άλμπουμ μέσα σε κάθε χρονιά, συχνά με ανέκδοτο παλιό υλικό.
Ενα άλλο κρυφό για πολλούς ταλέντο που έχει ο Young είναι η σκηνοθεσία, και με το ψευδώνυμο Bernard Shakey έχει σκηνοθετήσει ταινίες κυρίως σε ύφος ντοκιμαντέρ, όπως τα Journey Through The Past (1973), Rust Never Sleeps (1979), Human Highway (1982), Greendale (2003) και CSNY Deja Vu (2008).
Δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ο Young υστερεί μόνο σε σύγκριση με τον Dylan από τους εν ζωή μουσικούς που έχουν επηρεάσει περισσότερο το σημερινό ροκ, και μάλλον έχουν δίκιο.
Από τον Γιάννη Πετρίδη

6 Οκτ 2009

H μουσική Gothic

Η μουσική είναι απόδραση, εκτόνωση, καταφύγιο... είναι ταξίδι. Όπως το heavy metal έτσι το gothic metal/rock είναι από τα είδη με τις πιο « αποδραστικές τάσεις ». Το gothic είναι ένα μουσικό ιδίωμα που έχει γίνει έντονο αντικείμενο συζήτησης και κριτικής. Γεννήθηκε για να εκφράσει την ατομικότητα, το συναίσθημα, την ψυχή, είναι η εσωτερική παλίρροια, σιωπηλή και επικίνδυνη.
Το Goth έγινε κίνημα από τις στάχτες του punk, τίποτα όμως δεν θα γινόταν έτσι όπως έγινε αν δεν υπήρχαν οι πρώτοι γότθοι, οι γότθοι πριν το Goth. Τα πρώτα συγκροτήματα ήταν πολύ ζωηρά μουσικώς επειδή χαρακτηρίζονταν από δυνατές τυμπανοκρουσίες. Στη δεκαετία του ’80 οι Joy Division ασκούν την μεγαλύτερη μουσική επιρροή με τραχιές κιθάρες, τη γοτθική αισθητική των εξώφυλλων τους και κατάθλιψη. Το gothic κίνημα άρχισε να θεωρείται αυτόνομο μόλις το 1981. στη δεκαετία αυτή ξέσπασε και δεύτερο κύμα του gothic, το gothic rock. Οι Sisters of Mercy χαρακτηρίστηκαν από τα βαθιά φωνητικά και τους απλούς ρυθμούς των drum machine. Πολλά συγκροτήματα προσπάθησαν να ακολουθήσουν τα βήματα των Sisters of Mercy, είτε ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα τους, είτε πειραματιζόμενοι με νέους ήχους. Έτσι. Αργότερα υπήρξε κάποια διασταύρωση με την industrial σκηνή και πολλά συγκροτήματα πρόσθεσαν τον ηλεκτρονικό ήχο και έτσι δημιουργήθηκε το cybergothic. Ακόμα, υπάρχει το ambient Goth το οποίο χαρακτηρίζεται από τη μελωδική ενορχήστρωση και τα γυναικεία φωνητικά. Όσο για το gothic metal είναι δύσκολο να πει κάποιος τι είναι ακριβώς αλλά το όλο ζήτημα του gothic metal έχει να κάνει μ’ ένα συγκεκριμένο συναίσθημα. Οι Paradise Lost είναι μία χαρακτηριστική περίπτωση.
Στα μέσα της δεκαετίας των ’90 ήταν για την Gothic μία μεταβατική περίοδος με συγκροτήματα όπως ο Marilyn Manson, οι HIM και διάφορα άλλα να χαρακτηρίζονται ως μία μίξη gothic και industrial μουσικής. Δυστυχώς αυτό έφερε μία ρήξη στην σκηνή καθώς οι παλιοί δεν τα υιοθέτησαν ως gothic και οι καινούργιοι οπαδοί στρέφονταν σε πιο εμπορικά συγκροτήματα.Το κύριο μέρος της σκηνής μεταφέρεται στην ηπειρωτική Ευρώπη αφού πλέον γίνεται χαμός, μπάντες βγαίνουν από παντού και οι επιρροές των επιρροών ανοίγουν νέα ρεύματα
Το Goth είναι ένα ύφος της μουσικής και μία μόδα, όπως και το punk. Όσο αφορά στους στίχους των gothic κομματιών, η Goth τείνει να είναι αρκετά ρομαντική μα και ταυτόχρονα, σκοτεινή και τα φωνητικά επιβλητικά και τρομακτικά ή μελοδραματικά.
Κάποια χαρακτηριστικά μουσικά συγκροτήματα είναι οι Bauhaus, Christian Death, Joy Division, Sisters of Mercy, Siouxsie and the Banchees, The Cult, The Mission, Fields of the Nephilim, Paradise Lost, Type O Negative, Moonspell, Katatonia, Theatre of Tragedy και πολλά άλλα.
Το gothic είναι ένα καταφύγιο για πολύ ευαίσθητων, ρομαντικών ανθρώπων αλλά όσοι ακούν αυτό το είδος μουσικής δεν ντύνονται απαραίτητα στο ανάλογο ύφος και οι άνθρωποι που μοιάζουν με Goths δεν συμπαθούν απαραιτήτως τη Goth μουσική. Στη σπάνια περίπτωση που κάποιος μοιάζει με ένα Goth και ακούει αυτό το είδος μουσικής οι πιθανότητες να είναι πραγματικά Goth είναι αρκετές, ειδικά αν το αρνείται!!! Οι gothic είναι καταθλιπτικοί και σκοτεινοί άνθρωποι, αποφεύγουν να γελάνε δημοσίως και μερικές φορές νομίζουν ότι είναι ... βαμπίρ μέχρι ν’ αντικρίσουν αληθινό αίμα όπου λιποθυμούν! Ακόμα, κάνουν φασαρία για το πόσο μοναχικοί είναι και τους αρέσει να τους κοιτάνε και συνήθως κυκλοφορούν κατά μεγάλες ομάδες. Όλοι έχουν ένα πομπώδες ψευδώνυμο όπως Morticia, Vlad δεν μπορούν να κυκλοφορούν με το κανονικό τους όνομα.
Οι πρώτοι gothsters είχαν πολλά κοινά στοιχεία με τους punk. Συνήθως οι Goth τους αρέσει να φοράνε δερμάτινα, βελούδα, κάπες κλπ, ακόμα και τον Ιούλιο. Επίσης, φαντασιώνουν φτερά στην πλάτη τους και οι κάπες και οι καμπαρτίνες είναι το υποκατάστατο. Χρησιμοποιούν πολύ τα διχτυωτά αξεσουάρ και χρησιμοποιούν απαραιτήτως make up που κάνει το πρόσωπο τους πολύ άσπρα και πολύ μαύρο eyeliner (και για τους άνδρες και για τις γυναίκες)“Πιστεύω ότι δεν είναι σωστό να βάζει κάποιος στο περιθώριο τους ανθρώπους που έχουν διαφορετική κουλτούρα, διαφορετικά ιδεώδη.. αν πλησιάσεις κάποιον από αυτούς ίσως ανακαλύψεις έναν ενδιαφέρον άτομο ευαίσθητο, ρομαντικό και πνευματώδες. Το διαφορετικό δεν είναι απαραίτητα κακό.”

3 Οκτ 2009

Radio Caroline

Στη Μεγάλη Βρετανία, και in the days before rock ’n’ roll, όπως λέει ο Van Morrison, η μουσική ενημέρωση και διασκέδαση ήταν μονοπώλιο του BBC, αφού ήδη από τη δεκαετία του ’20, οι αρχές είχαν εντοπίσει την αξία του ραδιόφωνου ως μέσου ελέγχου και προπαγάνδας. Το BBC μετέδιδε ειδήσεις, θεατρικά έργα και «σοβαρή» μουσική, στην οποία δεν ανήκε φυσικά το rock ’n’ roll. Όπως αναφέρει ο Charlie Gillett στον Ήχο Της Πόλης, το βρετανικό rock καθυστέρησε μια δεκαετία λόγω της ανυπαρξίας ανεξάρτητων εταιρειών δίσκων και κυρίως ενός ανεξάρτητου ραδιοφώνου για να το στηρίξει. Μετά τον πόλεμο, το Ράδιο Λουξεμβούργο δοκίμασε να αμφισβητήσει το κρατικό μονοπώλιο, νοικιάζοντας μερικές ραδιοσυχνότητες, εντούτοις, η εμβέλειά του ήταν περιορισμένη στις βραδινές ώρες και το σήμα του αδύναμο. Επιπλέον, επειδή ήταν ο μόνος σταθμός που έπαιζε νεανική μουσική, οι μεγάλες εταιρείες δίσκων «αγόραζαν» ουσιαστικά το χρόνο του για να προωθήσουν τις παραγωγές τους.
Αυτό συνειδητοποίησε ο Ιρλανδός ατζέντης Ronan O’ Rahilly, στις αρχές του ’60, όταν δοκίμασε να διαφημίσει τον Georgie Fame• κανένα ραδιόφωνο δεν ήταν διαθέσιμο. Με το γνωστό ιρλανδέζικο πείσμα, ο O’ Rahilly αποφάσισε να φτιάξει έναν δικό του ραδιοσταθμό, μιμούμενος τους πλωτούς αμερικανικούς ραδιοσταθμούς στα ανοιχτά της Καλιφόρνιας, οι οποίοι από τη δεκαετία του ’30 εξέπεμπαν μουσική και διαφημίσεις, καλύπτοντας το γεγονός ότι ήταν πλωτές χαρτοπαικτικές λέσχες. Ο O’ Rahilly συνέλαβε την ιδέα να χρησιμοποιήσει ένα πλοίο αγκυροβολημένο στα ανοιχτά των βρετανικών ακτών, όπου οι αρχές δεν είχαν καμία δικαιοδοσία. Με 250.000 λίρες δανεικές, αγόρασε το παλιό οχηματαγωγό Federicia και στις 29 Μαρτίου του 1964, γεννήθηκε το Radio Caroline, το οποίο πήρε το όνομά του από την κόρη του προέδρου Τζον Κένεντι, και έκανε ρίμα με τη συχνότητα του σταθμού: This is Radio Caroline on 199. Το πρώτο μουσικό σήμα του σταθμού ήταν το Round midnight του Thelonious Monk, στην εκτέλεση του Jimmy McGriff, ενώ το πρώτο τραγούδι που μετέδωσε ο σταθμός ήταν το Not fade away των Rolling Stones.Συγχρόνως με το Radio Caroline, ξεκίνησε η λειτουργία κι ενός ακόμα πλωτού ραδιοσταθμού, του Radio Atlanta. Τελικά, οι ιδιοκτήτες τους τα βρήκαν, και ο πρώτος μετονομάστηκε σε Radio Caroline North, καθώς ήταν αγκυροβολημένος στα ανοιχτά της Νήσου Μαν, ενώ ο δεύτερος σε Radio Caroline South, αφού βρισκόταν στα ανοιχτά του Έσεξ. Μέσα σε λίγους μήνες, το φθινόπωρο του 1964, το Radio Caroline είχε περισσότερους ακροατές από τα τρία προγράμματα του BBC μαζί. Βλέποντας την επιτυχία αυτή, κι άλλοι πλωτοί ραδιοσταθμοί άρχισαν να φυτρώνουν σαν μανιτάρια: το Radio Sutch του εκκεντρικού τραγουδιστή Screaming Lord Sutch, το Radio London, το Radio Invicta, το 390 Radio κ.λπ.
Το πρόγραμμα των πειρατικών αυτών σταθμών ήταν μια χοντροκομμένη απομίμηση των αμερικανικών ιδιωτικών ραδιοσταθμών: έπαιζαν τις επιτυχίες του Top-40 όπως δημοσιεύονταν κάθε βδομάδα στο Billboard, παρουσίαζαν τις νέες κυκλοφορίες, έκαναν αφιερώματα στα golden oldies, και μετέδιδαν δελτία ειδήσεων και καιρού σε τακτές ώρες, διανθισμένα από τα χαρακτηριστικά μουσικά σήματα (jingles) του κάθε σταθμού.
Το BBC, στην προσπάθειά του να ανταγωνιστεί τους πειρατές, έσπευσε να δημιουργήσει το Radio One, στο οποίο έπαιζε την πιο νερωμένη pop, ενώ η βρετανική κυβέρνηση των Εργατικών του Χάρολντ Ουίλσον, παρά τις απειλές της, περιορίστηκε στην παραπομπή του θέματος στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Η ανοχή προς τους πειρατές έπαψε το 1967 όταν οι Εργατικοί βγήκαν ενισχυμένοι από τις εκλογές της προηγούμενης χρονιάς, και οι ίδιοι οι πειρατές τούς έδωσαν μια σοβαρή αφορμή για πιο δραστικά μέτρα. Στη διάρκεια συμπλοκής, ο ταγματάρχης Oliver Smedley, ιδιοκτήτης του Radio Atlanta, δολοφόνησε τον Reg Calvert, τον ιδιοκτήτη του Radio City. Στις 14 Αυγούστου 1967, η κυβερνητική πλειοψηφία με την ανοχή της αντιπολίτευσης ψήφισε το κλείσιμο όλων των πλωτών σταθμών. Παρά την προσπάθεια των «πειρατών» να αλλάξουν προφίλ και την αντίδραση των εκατομμυρίων ακροατών τους, οι πειρατικοί άρχισαν να κλείνουν ο ένας μετά τον άλλο. Ο O’Rahilly μετακόμισε το Radio Caroline σ’ ένα πλοίο στα ανοιχτά της Ολλανδίας, το νέο πείραμα όμως δεν πέτυχε. Χωρίς τα έσοδα των διαφημίσεων, το Radio Caroline χρεοκόπησε κι έκλεισε οριστικά το 1968.Οι περισσότεροι ιστορικοί του rock ’n’ roll συμφωνούν ότι η συμβολή των πειρατικών σταθμών στην εξέλιξη της pop μουσικής έχει υπερτιμηθεί. Το σίγουρο είναι ότι ανάγκασαν το BBC να αλλάξει, να εκσυγχρονισθεί και να προσαρμοστεί στα καινούργια μουσικά δεδομένα. Η ομάδα των ταλαντούχων DJs που ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους στους πειρατικούς, όπως ο Simon Dee, ο John Peel και ο Tony Blackburn, στελέχωσε το κρατικό ραδιόφωνο, τον μουσικό τύπο και τις εταιρείες δίσκων, διευκολύνοντας τη διάδοση των καινούργιων μουσικών ειδών. Τέλος, η δομή της λειτουργίας τους και το αντάρτικο πνεύμα τους μεταλαμπαδεύτηκε στην ελεύθερη ραδιοφωνία της δεκαετίας του ’70 και ’80, η οποία εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, αμφισβητώντας πια οργανωμένα το κρατικό μονοπώλιο.

Ο πρώτος Έλληνας ραδιοπειρατής
Ο Μανώλης Νταλούκας στο βιβλίο του Ελληνικό Ροκ αναφέρει τον πρώτο Έλληνα ραδιοπειρατή. Ήταν ο Κώστας Γαστουνιώτης, ο οποίος μαθητής ακόμα, έφτιαξε έναν πομπό στα Τσουκαλέικα της Πάτρας και μετέδιδε ρεμπέτικα και rock ’n’ roll. Ο Γαστουνιώτης, αληθινή ιδιοφυία στα ηλεκτρονικά, παρέμεινε ασύλληπτος για δύο ολόκληρα χρόνια, αφού δεν κατόρθωσαν να τον εντοπίσουν ούτε τα ραδιογωνιόμετρα της αστυνομίας. Παραδόθηκε μόνος όταν η αστυνομία άρχισε να συλλαμβάνει διάφορους τεχνικούς της Πάτρας.




πηγή:pop+rock