22 Απρ 2009

Amadou & Mariam

Η ιστορία τους δεν είναι μια από τις συνηθισμένες στον κόσμο της world music σκηνής. Πρόκειται για ένα ζευγάρι στη ζωή και στην τέχνη που αν και τυφλοί από νεαρή ηλικία, κατάφεραν να τραβήξουν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας και να γίνουν στα πενήντα τους διεθνείς σταρ της pop και συνάμα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά πολιτιστικά προΐόντα της αγαπημένης τους πατρίδας.
Η αλήθεια είναι ότι το Μάλι μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες είχε υποτυπώδη μουσική σκηνή, ελεγχόμενη πλήρως από το κράτος και γι’ αυτό στην πλειονότητά της η μουσική παιζόταν από synthi και έμοιαζε να παπαγαλίζει τους αγγλοαμερικάνικους ρυθμούς. Όμως ακόμη και μέσα σ’ όλο αυτό το θολό τοπίο κάποιοι είχαν αναμμένη τη φλόγα της παράδοσης που έκαιγε μέσα τους και προετοίμαζε αυτό που θα ακολουθούσε. Το δίδυμο Amadou & Mariam, όπως έχει επικρατήσει διεθνώς να λέγονται, ήταν ένα απ’ αυτά τα λαμπρά παραδείγματα.
Οι Amadou Bagayoko και Mariam Doumbia πορεύονται μαζί με τη μουσική ιστορία της χώρας τους και ύστερα από σχεδόν σαράντα χρόνια μοιάζουν να την οδηγούν, κατά έναν τρόπο, και να ανοίγουν το δρόμο σε δεκάδες άλλα ονόματα που προσπαθούν να συνεχίσουν αυτήν τη μικρή επανάσταση. Φυσικά, δεν είναι οι μόνοι που γνωρίζουν διεθνή αναγνώριση. Οι Salif Keita, Ali Farka Toure, Toumani Diabate, Oumou Sangare, Rokia Traore, Rail Band, Tinariwen και πολλοί άλλοι έχουν τη δική τους ιστορία στο ντόπιο μωσαϊκό, αλλά ίσως το δίδυμο Amadou & Mariam κατάφερε να ενώσει την ντόπια παράδοση με τα διεθνή ρεύματα, χωρίς να χάσει ίχνος από την ιδιαίτερη γλώσσα της χώρας και ταυτόχρονα να διαδώσει με τον καλύτερο τρόπο την πολιτιστική και κοινωνική αναγέννηση που επήλθε στο Μαλί ιδιαίτερα μετά τις πρώτες δημοκρατικές εκλογές του 1992.
Η ιστορία τους όμως ξεκινάει πολύ πιο πριν. Γεννημένος το 1954, ο Amadou παίζει κιθάρα επί σαράντα χρόνια με επιρροές από τα νεανικά του ακούσματα που εστιάζουν στον Jimi Hendrix αλλά συναντούν και την κουβανέζικη παράδοση και την ντόπια μουσική γλώσσα ngoni, χωρίς να παραβλέπει ο ίδιος και το αμερικανικό blues τού Johnny Lee Hooker, το οποίο συνδέει ο ίδιος με κοινούς δεσμούς με τη μαλινέζικη μουσική.
Το ξεκίνημά του γίνεται ουσιαστικά το 1974 με τη συμμετοχή του στους Les Ambassadeurs• ένας Δαβίδ κιθαρίστας σ’ ένα γκρουπ γιγάντων. Μια μπάντα που συνδύαζε αφροκουβανέζικη, γαλλική, μαντέ και soul μουσική και που έπλασε τη διψασμένη ψυχή του για δημιουργία. Παράλληλα φοιτούσε σε μια σχολή τυφλών, η οποία με τα χρόνια αύξανε τις απαιτήσεις της. Τέσσερα χρόνια μετά εγκαταλείπει το συγκρότημα για να αφιερωθεί στις σπουδές του. Σ’ αυτήν τη σχολή γνωρίζει και τη Mariam Doumbia. Γνωρίζονται και παίζουν μαζί σε μια σχολική μπάντα. Τα τραγούδια του γίνονται ακόμη πιο ερωτικά, αφού τώρα απευθύνονται και στη μούσα του που συμβαίνει κιόλας να τα τραγουδάει. Η συνάντησή τους και η σύνδεσή τους έγινε σε μια περίοδο που η Αmadou θέλει να ξεφύγει από τα παραδοσιακά τραγούδια που μέχρι τότε ερμήνευε σε γάμους και οικογενειακά γλέντια και αρχίζει να ακούει James Brown, Eric Clapton μέχρι και Pink Floyd.
Ήδη από το 1983 άρχισαν να δουλεύουν από κοινού. Αποκτούν τρία παιδιά, ένα εκ των οποίων γίνεται μουσικός του hip hop. Oι πρώτες επιτυχίες στην ντόπια αγορά ακούγονται από μια κιθάρα και μια φωνή. Με την ντόπια μουσική υποδομή να είναι ανύπαρκτη, αναγκάζονται να πηγαίνουν στην Αbidjan της Ακτής Ελεφαντοστού για να ηχογραφούν τις κασέτες τους. Η περιοχή ήταν το σταυροδρόμι μουσικών απ’ όλη τη Δυτική Αφρική. Εκεί, το 1986 τους προσεγγίζει ο βασιλιάς της δισκογραφικής παραγωγής Ιbrahima Sylla και με την πείρα του καταλαβαίνει τη δουλεμένη ψίχα του διδύμου, προτείνοντάς τους να κυκλοφορήσει τη δουλειά τους σε διεθνή κλίμακα. Το 1991 επιστρέφουν στο Bamako, αλλά συνεχίζουν να ηχογραφούν στη γειτονική χώρα. Από το διάστημα αυτό προέρχεται και το 5απλό 1990-1995 The Malian Years (2005, Because Music), αν και λίγες είναι οι ντόπιες ηχογραφήσεις.
Η μεγάλη ευκαιρία έρχεται όμως το 1996. Προσκαλούνται να δουλέψουν για έξι μήνες σ’ ένα αφρικανικό εστιατόριο στο Παρίσι όπου και γνωρίζουν τον Marc Antoine Moreau, στέλεχος της Polygram (νυν Universal). Γοητευμένος από τη μουσική και την ιστορία τους καταφέρνει και πείθει το 1997 την εταιρεία και υπογράφουν δισκογραφικό συμβόλαιο, κι έτσι με δυσκολίες κυκλοφορεί το ντεμπούτο τους Sou Ni Tile (Mέρα Και Νύχτα), αφού προηγήθηκε η επιτυχημένη ραδιοφωνική παρουσίαση του κομματιού Je pense a toi και κατάφερε να πείσει την εταιρεία για το ορθόν της κυκλοφορίας. Το άλμπουμ πουλάει πάνω από 100.000 αντίτυπα στη Γαλλία και το ακολουθούν τα The Ni Mousso (Άντρας Και Γυναίκα) (1999) και Wati (2002). Ο Moreau συνεχίζει να είναι ο αποκλειστικός παραγωγός και μάνατζέρ τους και οι συναυλίες γίνονται πια καθημερινές και σ’ όλο το κόσμο για το «τυφλό ζευγάρι από το Μαλί».
Κάπου εδώ μπαίνει στη ζωή του διδύμου το όνομα που θα τους απογειώσει καλλιτεχνικά και εμπορικά: ο Manu Chao. O Manu θαυμάζει τους Amadou & Mariam, o Μoreau το γνωρίζει και του προτείνει να συνεργαστεί μαζί του για το επόμενο άλμπουμ. Έτσι ξημερώνει μια υπέροχη Dimanche A Bamako (Κυριακή Στο Μπαμακό) το 2004 και εν μια νυκτί οι δύο τυφλοί αστέρες της world music γίνονται στα πενήντα τους αστέρες της pop μουσικής και το άλμπουμ πλατινένιο με πάνω από 300.000 πωλήσεις. «Είμαστε έκπληκτοι πόσο μεγάλο γεγονός ήταν η κυκλοφορία του δίσκου αυτού. Πραγματοποιήσαμε κι ένα εφηβικό μας όνειρο, να παίξουμε σε rock φεστιβάλ κι είναι καλύτερα που αυτό έγινε στα πενήντα μας κι όχι όταν ήμασταν πιο νέοι.
Το 2008 όμως νιώθουν και πάλι έτοιμοι να μας καλωσορίσουν στο αγαπημένο τους Μάλι. Η κυκλοφορία τού Welcome To Mali, με τον Damon Albarn να έχει αναλάβει τη θέση του Chao, θέτει ένα καθοριστικό ερώτημα: θα μπορέσουν να επαναλάβουν την τεράστια επιτυχία του προηγούμενου άλμπουμ; «Όχι» απαντούν χωρίς δεύτερη σκέψη. «Όταν κάνουμε τη μουσική που αγαπάμε, δεν υπάρχει καμία πίεση. Απλά προχωράμε».



πηγή: pop+rock

Δεν υπάρχουν σχόλια: