Το Μπουζούκι, είναι έγχορδο όργανο.
Αποτελείται από ημισφαιρικό αχλαδόσχημο ηχείο και μανίκι διπλάσιου μήκους, και συνολικά έχει μήκος από 70 εκ. έως 1 μέτρο. Το μανίκι φέρει σταθερά τάστα με βήμα ημιτονίου, και κλειδιά τύπου Τ.
Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ, ενώ αργότερα απέκτησε τέταρτο ζεύγος και κούρδισμα ΝΤΟ-ΦΑ-ΛΑ-ΡΕ [πάλι ανά ζεύγος]. Παλιότερα, στην ανατολία, τα κουρδίσματα άλλαζαν ανάλογα με τον μουσικό δρόμο [μακαμ] της εκτελούμενης μελωδίας. Οι τρόποι αυτοί διατηρήθηκαν έως τον μεσοπόλεμο και χάθηκαν σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή σε 8χορδο. [Χαρακτηριστική αναφορά σε νοσταλγικο τραγούδι του Μ. Βαμβακάρη: "Να άκουγες το αραπιέν και το καραντουζένι"]
Παίζεται με πένα που αρχικά ήταν ξύλινη [από κερασιά] και πλέον συνθετική.
Το πλέον αγαπημένο και πλέον συκοφαντημένο όργανο στην Ελλάδα είναι ίσως το μόνο που έχει ελάχιστες, κυρίως αισθητικές, διαφορές από τον αρχαίο του πρόγονο, την Πανδούρα.
Ταυτόχρονα είναι το μόνο όργανο, με βάση αυτήν την καταγωγή, που δίχαζε τον ελληνισμό από την αρχαιότητα. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης, σε έναν από τους Φιλιππικούς του, κατηγορεί τον Βασιλιά της Μακεδονίας, πως φιλοξενεί στην αυλή του πανδουρίδες, όργανα που αρμόζουν μόνο στον αμόρφωτο λαό και τους Βαρβάρους! [Οι αιτιάσεις της ελληνικής λογιοσύνης για τα λαϊκά όργανα έχουν μεγάλη ιστορία...]
Όμως, αυτά τα λόγια του Δημοσθένη δεν είναι εντελώς αναίτια. Όπως συντείνουν σχεδόν όλοι οι ερευνητές και λαογράφοι, η μοίρα του Τρίχορδου, ή Πανδούρας, ή Ταμπουρά, αργότερα στην ανατολή Σάζ και εν τέλει Μπουζουκιού, μοιαζει να είναι ένα συνεχές πήγαινε-έλα μεταξύ Ελλάδος και καθ' ημας Ανατολής.
Ήδη από τα αρχαία χρόνια, πανθομολογείται η εισαγωγή της Πανδούρας από την Ανατολή. Όργανο με ηχείο αχλαδόσχημο, μανίκι διπλάσιου μήκους και τρεις διπλές χορδές με την ίδια ακριβώς σχέση που χρησιμοποιείται και στο εξάχοδρο μπουζούκι. Η μεγάλη της επιτυχία, παρά την θυελλώδη αντίδραση της Ελληνικής αριστοκρατίας και λογιωσύνης, οφείλεται στην δυνατότητα παραγωγής μεγάλου πλούτου ήχων με μικρό αριθμό χορδών. Στα Βυζαντινά Χρόνια, μοιάζει να κατακτά κάποιαν απήχηση και στις τάξεις των Λογίων, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος τονίζει πως είναι το ενδεδειγμένο [μαζί με το κανονάκι] όργανο για την διδασκαλία της Βυζαντινής μουσικής, ενω πλούσια είναι και η απεικόνιση Ταμπουράδων όπως και οι αναφορές στην δημοτική αλλά και την λόγια ποίηση της εποχής. Μάλιστα, παρά την εσφαλμένη πεποίθηση πως η ονομασία μπουζούκι εμφανίζεται μαζί τα σταθερά τάστα τον 19ο αι., ήδη από τα Βυζαντινά χρόνια παρατηρείται η χρήση του όρου παράλληλα με τους αρχαιότερους Ταμπουράς, Θαμπούριν, Πανδούρα.
Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη στα τέλξη του 19ου αι. είναι ο εξοβελισμός του μπουζουκιού από τις κλασικές λαϊκές ορχήστρες. Την εποχή εκείνη, σχηματοποιούνται, οριστικά πλέον, δύο μορφές λαϊκής ορχήστας:
Η κομπανία στην στεριανή Ελλάδα [κλαρίνο, βιολί, λαγούτο, σαντούρι] και η ζυγιά στα νησιά [βιολί-λαούτο, λύρα-λαούτο]. Εδώ ακριβώς βρίσκονται οι ρίζες της νέας του ακμής. Το μπουζούκι [ονομασία που κυριρχεί πλέον έναντι του Ταμπουρά] γίνεται κυρίαρχο όργανο των μοναχικών τραγουδοποιών, κι όχι των επαγγελματιών μουσικών των πανηγυριών. Των απόκληρων και των Ρεμπέτηδων!
Αυτό το γεγονός, σε συνδιασμό με την διαμόρφωση εκείνη την εποχή της ρωμαλέας, αστικής κλεφτουριάς [Μαγκιά], σηματοδοτεί την νέα ακμή του μπουζουκιού. Οι ρεμπέτες είναι αυτοί που θα αντικαταστήσουν του μπερντέδες [κινητά διαχωριστικά του βραχίονα] με τα σταθερά τάστα. Είναι οι ίδιοι που εξελίξουν το παίξιμο, αναδεικνύοντας, μέσα από το μπουζούκι την νέα λαϊκή μας μουσική, η οποία θα επικυριαρχήσει της λεγόμενης Δημοτικής μουσικής, της λαϊκής μουσικής της υπάιθρου. Θα δημιουργήσουν και τις διάφορες παραλλαγές του: τον Μπαγλαμά, τον Τζουρά, τον Τζουρομπαγλαμά, όργανα - αντίγραφα σε μικρότερη κλίμακα του μπουζουκιού.
Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1920, μετά την εθνική ολοκλήρωση [μέσω της μικρασιατικής καταστροφής] θα εμφανιστούν και οι πρώτες ορχήστρες μπουζουκιών. Πρώτη και θρυλλικότερη η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς, που ιδρύει ο Μ. Βαμβακάρης το 1929 με τρία μπουζούκια [Βαμβακάρης, Δελιάς Παγιουμτζής] και έναν μπαγλαμά [Μπάτης]. Το μπουζούκι γίνεται πλέον ο βασιλιάς της λαϊκής ορχήστας. Το τέταρτο ζεύγος χορδών που ο Μανώλης Χιώτης προσθέτει αμέσως μετά τον πόλεμο, είναι η σημαντικότερη ίσως αλλαγή στην μορφή του μπουζουκιού στα 2300 χρόνια της ελληνικής του ιστορίας. Μια αλλαγή, που σε μια κρίσιμη καμπή της πορείας του, τού προσέφερε νέες, τεράστιες, εκφραστικές δυνατότητες και το κατέστησε απόλυτο κυρίαρχο της ελληνικής μουσικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου