17 Ιαν 2009

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ

«... να σου παίξω μπουζουκάκι, μ' όμορφη διπλοπενιά.»
Γεννήθηκε στην Κίο της Μ. Ασίας το 1914, απ' όπου έφυγε μετά την Καταστροφή του '22 και εγκαταστάθηκε στις Τζιτζιφιές. Ορφανός από πατέρα, αναγκάστηκε να βγει από πολύ μικρός στο μεροκάματο, δουλεύοντας πότε σε ψαράδικα καΐκια και πότε στις οικοδομές. Ξεκίνησε να μαθαίνει μόνος του κιθάρα και χαβάγια, παίζοντας με τους φίλους του στα σοκάκια της γειτονιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 θα ακούσει απ' το γραμμόφωνο το «Μινόρε του τεκέ», του Γιάννη Χαλικιά (Τζακ Γκρέγκορι). Θα εντυπωσιαστεί τόσο που θα παρατήσει την κιθάρα και θα πιάσει το μπουζούκι, το οποίο δε θ' αφήσει απ' τα χέρια του έως το τέλος της ζωής του.
Στα χρόνια που ακολουθούν θα μάθει τα «μυστικά» του μπουζουκιού, αρχικά από μπουζουξήδες του περιθωρίου (Ζημαρίτης, Σκριβάνος κ.ά.) κι έπειτα απ' τους Πειραιώτες της παρέας του Μάρκου Βαμβακάρη, δίπλα στον οποίο θα χριστεί επαγγελματίας, ανεβαίνοντας στα λαϊκά πάλκα. Στα τέλη του 1935 ηχογραφεί τη «Φαληριώτισσα». Παίζει μπουζούκι και τραγουδάει ο ίδιος, ενώ τον συνοδεύει στη φωνή και την κιθάρα ο Γιώργος Κωνσταντινίδης. Στις μέχρι τότε ηχογραφήσεις ρεμπέτικων, όταν υπήρχαν δυο τραγουδιστές, ερμήνευαν το τραγούδι με μια οκτάβα διαφορά. Ο Παπαϊωάννου περνά για πρώτη φορά ένα σιγόντο στο ρεμπέτικο. Με τη συνολική μορφή της «Φαληριώτισσας» καθορίζεται η μορφή της λαϊκής καντάδας.
Η πρωτοφανής για την εποχή επιτυχία της «Φαληριώτισσας» θα του ανοίξει διάπλατα τις πόρτες των δισκογραφικών εταιριών και μέχρι την Κατοχή θα ηχογραφήσει αρκετά γνωστά τραγούδια του («Ραντεβού», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Μοδιστρούλα» κ.ά.), σχεδόν όλα ερμηνευμένα απ' τον ίδιο, ενώ κάποιες φορές θα χρησιμοποιηθεί ως τραγουδιστής και από άλλους γνωστούς λαϊκούς δημιουργούς (Σκαρβέλη, Περιστέρη κ.ά.).
Στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια, με την επαναλειτουργία της Columbia, θα ηχογραφήσει τα τραγούδια που τον κατέταξαν στο πάνθεο της λαϊκής μας μουσικής: «Πριν το χάραμα», «Καπετάν Αντρέα Ζέπο», «Ανοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου» και δεκάδες άλλα αριστουργηματικά τραγούδια που χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη μας. Σαν μπουζουξής ο Παπαϊωάννου ήταν απ' τους πιο «πλήρεις», χωρίς να έχει την πολυπλοκότητα και την ταχύτητα του Χιώτη, του Μπέμπη, του Τατασόπουλου και άλλων δεξιοτεχνών. Αποδείχτηκε άξιος συνεχιστής της «σχολής» του Μάρκου, που υποστηρίζει πως τα πολλά «στολίδια» είναι περιττά, πως οι νότες πρέπει να 'ναι πεντέξι αλλά παιγμένες σωστά. Τα δυο - τρία ταξίμια που ηχογράφησε στην Αμερική μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ως ο απόλυτος ήχος του μπουζουκιού.
Ο Παπαϊωάννου είναι ο πρώτος που πήγε, μετά τον πόλεμο, να δουλέψει στην Αμερική, το 1953 και τα βήματά του ακολούθησαν αρκετοί συνθέτες. Μια φυγή σημαντικών δημιουργών, που, στην πορεία, αποδείχτηκε πληγή για τη λαϊκή μας μουσική, αφού συνέβαλε αρκετά στην αποδυνάμωσή της. Το '57 θα ξαναπάει στην Αμερική, όπου παράλληλα με τη δουλιά στο πάλκο θα κάνει και αρκετές ηχογραφήσεις με Ελληνες τραγουδιστές που βρίσκονταν στις ΗΠΑ, όπως ο Τζιμ Αποστόλου, ο Νίκος Καλλέργης, η Ρένα Ντάλια κ.ά. Γυρίζοντας θα βρεθεί μπροστά σε μια νέα κατάσταση, την ίδια κατάσταση που αντιμετώπισαν όλοι όσοι γύρισαν απ' την Αμερική. Δηλαδή, δυσκολότερη πρόσβαση στις δισκογραφικές εταιρίες και λιγότερο «σεβασμό» απ' τους επιχειρηματίες. Μ' άλλα λόγια: δυσκολότερο μεροκάματο. Παρ' όλα αυτά, συνέχισε να ηχογραφεί τραγούδια, σε σαφώς χαμηλότερους ρυθμούς, αλλά και να δουλεύει στα λαϊκά πάλκα με παλιούς και νέους συνεργάτες. Οταν το πρωί της 3ης Αυγούστου του 1972 έγινε γνωστός ο χαμός του Γιάννη Παπαϊωάννου σε τροχαίο γυρνώντας ξημερώματα απ' τη δουλιά, ο κόσμος της μουσικής -κι όχι μόνο- σοκαρίστηκε. Γιατί ο Παπαϊωάννου στην 56χρονη πορεία του είχε καταφέρει να σημαδέψει ένα κομμάτι της πολιτιστικής μας ζωής, με τη σφραγίδα ενός πολύ σημαντικού δημιουργού και ανθρώπου, συνεχίζοντας ένα σερί μεγάλων απωλειών για το λαϊκό μας τραγούδι, που σε διάστημα μερικών μηνών είχε ήδη χάσει τον Μανώλη Χιώτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Μάρκο Βαμβακάρη. Παρ' όλα αυτά, το μέγεθος της απώλειας για την ελληνική μουσική δεν έγινε αντιληπτό εκείνη την εποχή. Οχι γιατί δεν ήταν γνωστή η αξία του έργου του Παπαϊωάννου, αλλά γιατί δεν είχε εκτιμηθεί συνολικά η προσφορά του, η συμμετοχή του στο χώρο όπου έδρασε.
Πέρα απ' την αξία του ως δημιουργού και μουσικού, ο Παπαϊωάννου αποτελεί κεφάλαιο για τη λαϊκή μας μουσική και λόγω της προσωπικότητάς του. Δεν είναι λίγες οι φορές που με παρέμβασή του βοήθησε στη λύση προβλημάτων, είτε αυτά είχαν να κάνουν με προσωπικές διενέξεις συναδέλφων του είτε αφορούσαν γενικότερα το λαϊκό τραγούδι. Παράλληλα, έδωσε κάθε βοήθεια που περνούσε απ' το χέρι του σε πολλούς ανθρώπους του χώρου του και δεν είναι λίγοι οι μουσικοί και οι τραγουδιστές που χρωστούν ένα μεγάλο ποσοστό της ανάδειξής τους στον «μπάρμπα - Γιάννη τον Ψηλό». Αλλωστε, ο «Γιάννης με τη χρυσή καρδιά» (έτσι τον «τίμησε» μετά θάνατον με ένα τραγούδι του ο Βασίλης Τσιτσάνης) είναι το κοινό σημείο αναφοράς όλων των ρεμπέτηδων. Ο Μανώλης Χιώτης κατάφερε να συνοψίσει σε δυο αράδες όλα όσα ειπώθηκαν για τον Γιάννη Παπαϊωάννου: «Ο Γιάννης Παπαϊωάννου είναι μια μεγάλη μορφή της Λαϊκής Μουσικής. Ενα βουνό. Αλλά και το καλύτερο παιδί που υπάρχει πάνω στη γη».
Ο Παπαϊωάννου ήταν απ' τους τελευταίους συνθέτες που ήταν «άρχοντες» της δουλιάς τους, είτε στο λαϊκό πάλκο είτε στη δισκογραφία. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Το 1952 ετοιμάζεται να ηχογραφήσει ένα τραγούδι του (το «Δε θέλω το κακό σου») με τη φωνή του Δημήτρη Ρουμελιώτη. Κάποιοι λαϊκοί μουσικοί τού προτείνουν να χρησιμοποιήσει τον Στέλιο Καζαντζίδη, για να τον βοηθήσει να γίνει γνωστός. Ο Παπαϊωάννου δέχεται, αλλά η εταιρία διαφωνεί, αφού ο Καζαντζίδης έχει ηχογραφήσει λίγους μήνες πριν το πρώτο του τραγούδι («Για μπάνιο πάω», του Απόστολου Καλδάρα) που πέρασε απαρατήρητο. Ετσι η εταιρία τού έχει «κλείσει την πόρτα», θεωρώντας ότι δεν έχει αξιόλογη φωνή. Μάλιστα, ο διευθυντής της Columbia, ο Νίκανδρος Μηλιόπουλος, φέρεται να είπε: «Αυτός δεν κάνει ούτε για να βελάζει» (!!!). Η αντίδραση του Παπαϊωάννου ήταν: «Για τα δικά μου τραγούδια αποφασίζω εγώ. Δε σας κάνει αυτός, δε σας κάνω κι εγώ». Μπροστά σε αυτή την απειλή, η εταιρία υποχώρησε και ο Καζαντζίδης έκανε την πρώτη του επιτυχία, ξεκινώντας τη γνωστή πορεία του στο λαϊκό τραγούδι. Γενικά, ο Παπαϊωάννου αντιστάθηκε όσο μπορούσε, στις «άνωθεν» παρεμβάσεις των κουμανταδόρων, που από τότε έβλεπαν τη μουσική παραγωγή αποκλειστικά ως εμπορικό προϊόν. Αρνήθηκε να βάλει σε εύπεπτα καλούπια τη μουσική του και απέφυγε συνειδητά να «βολευτεί» με επιτυχίες φτηνιάρικων σουξέ.
Απ' τη δεκαετία του '60 κατάγγελλε ότι τα νυχτερινά μαγαζιά έχουν γίνει χώροι επίδειξης και όχι χώροι διασκέδασης. Δήλωνε ότι «το ραδιόφωνο κάνει φόνους». Διαμαρτυρόταν ότι οι λαϊκοί δημιουργοί έχουν γίνει «μπαλαρίνες» στο τσίρκο που δημιουργείται, καταλαβαίνοντας απόλυτα την παρακμή στην οποία οδηγιόταν το λαϊκό τραγούδι.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια στο χώρο του λαϊκού μας τραγουδιού έγιναν πολλά. Η δισκογραφική παραγωγή έφτασε να βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα λεγόμενα σουξέ, στα τραγούδια που ο Μάρκος χαρακτήριζε ως «της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη». Τα σύγχρονα «λαϊκά» τραγούδια (μπροστά τους τα παλιά σκυλάδικα μοιάζουν ποιοτικά) παίζονται από εκκωφαντικά ηχοσυστήματα των 10 κιλοβάτ στα μαγαζιά με την απίθανη ονομασία «ελληνάδικα».
Σήμερα, πόσοι απ' τους σύγχρονους γνωστούς δημιουργούς μπορούν να αποφασίσουν για τα τραγούδια τους, κόντρα στην άποψη των μανατζαρέων και των εταιριών; Πόσοι από τους εμπορικά πετυχημένους τολμούν να αντισταθούν στον «παγκοσμιοποιημένο» ήχο που επιβάλλουν οι πολυεθνικές δισκογραφικές εταιρίες; Πόσο λείπουν σήμερα άνθρωποι σαν τον μπάρμπα -Γιάννη!;

Δεν υπάρχουν σχόλια: