Η μουσική ραπ, που γεννήθηκε στα γκέτο της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του ’70, έχει σήμερα υιοθετηθεί από νέους σε όλο τον κόσμο. Το ραπ είναι παρόν στην Ελλάδα εδώ και δέκα τουλάχιστον χρόνια, με πολυάριθμες κυκλοφορίες δίσκων και συναυλίες στα αστικά κέντρα. Πώς ακριβώς ενσωματώνεται ένα «εισαγόμενο» είδος λόγου στην καλλιτεχνική παράδοση μιας τελείως διαφορετικής κοινωνίας; Σημαντικό ρόλο στη διαδικασία αυτή παίζει η μητρική γλώσσα: το ραπ γίνεται «ελληνικό» μέσα από τη θεματολογία των τραγουδιών, τις αναφορές σε τοπικά πρόσωπα και πράγματα, και τη δημιουργική γλωσσική χρήση. Οι Έλληνες εκπρόσωποι του είδους αξιοποιούν τον εκφραστικό πλούτο της ελληνικής γλώσσας: συνδυάζουν λόγια και λαϊκά στοιχεία, τοπικές διαλέκτους και κοινωνικές αργκό, καθώς και στοιχεία από διάφορες ξένες γλώσσες. Κάθε συγκρότημα, με το ιδιαίτερο γλωσσικό του ύφος, τοποθετείται τόσο στο πλαίσιο της διεθνούς σκηνής ραπ όσο και στο ευρύτερο τοπίο του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού.
Κάποιοι επιμένουν ότι πρόκειται για το πρώτο από τη δεκαετία του '50 μουσικό ρεύμα που κατάφερε να επισκιάσει το ροκ εν ρολ στη συνείδηση της αμερικανικής νεολαίας
Φαρδιά παντελόνια με πελώριες τσέπες (τα γνωστά «χιπ χοπ»), αθλητικά παπούτσια με χαλαρωμένα φωσφοριζέ κορδόνια, χοντρές αλυσίδες στον λαιμό και στα χέρια, μπόλικα σκουλαρίκια και δαχτυλίδια, μαλλιά «ράστα» και εντυπωσιακά τατουάζ σε διάφορα σημεία του σώματος ¬ ενίοτε και στα δόντια. Κάθε ράπερ που σέβεται τον εαυτό του και τις μουσικές προτιμήσεις του λίγο - πολύ ακολουθεί έναν ανάλογο ενδυματολογικό ¬ και όχι μόνο ¬ κώδικα. Η διαφορετικότητα στο στυλ ξεκινά από την ηχητική πρωτοπορία, επιβάλλεται με το περιεχόμενο των στίχων και καταλήγει σε ένα ενδιαφέρον σημείο: το περιθώριο μετακινείται προς τον πυρήνα του, το μουσικό κίνημα αποκτά οπαδούς και οι πωλήσεις σπάνε τα ταμεία. Τι άλλο θα μπορούσε να πει κανείς; Υοοο...
Πριν από δύο δεκαετίες, όταν η ραπ κάνει δειλά δειλά την εμφάνισή της στο μουσικό στερέωμα, οι προβλέψεις για το μέλλον της πρωτοποριακής μουσικής διείσδυσης κάθε άλλο παρά θετικές είναι. «Ολοι πίστευαν ότι είχαν να κάνουν με ένα αστείο» αναφέρει ο Ράσελ Σάιμονς, ο ιμπρεσάριος των παρθενικών δίσκων των LL Cool, RUN-DMC και Beastie Boys στις αρχές της δεκαετίας του '80, και συνεχίζει: «Ωστόσο η αφοριστική άποψη ότι επρόκειτο απλώς για ένα νεωτερισμό, ο οποίος θα ξεθώριαζε πολύ σύντομα, αποδείχθηκε λανθασμένη. Δεν κάναμε ό,τι μπορούσαμε με σκοπό να γίνουμε η επικρατούσα τάση της νέας εποχής• η επιτυχία ήλθε να μας συναντήσει μόνη της!».
Βεβαίως, το καινοτόμο μουσικό κίνημα της ραπ δεν αφορούσε ¬ την εποχή που παρουσιάσθηκε ¬ τους πάντες. Προερχόμενο κυρίως από το αστικό περιθώριο της Νέας Υόρκης και του Λος Αντζελες των ΗΠΑ (το στίγμα του θα μεταλαμπαδευτεί πολύ σύντομα και σε αρκετές άλλες μεγαλουπόλεις των ΗΠΑ), αλλά και εκφράζοντας την αστική κοσμοθεωρία των μαύρων ¬ τόσο στη μουσική όσο και στη μόδα, το ηχητικό αποτέλεσμα της μουσικής ραπ θα εντυπωσιάσει εκείνους που έμοιαζαν με τους φορείς του. Είναι η εποχή που η ροκ μουσική εξακολουθεί να κρατά τα σκήπτρα των ακροαματικών προτιμήσεων, ενώ συνάμα τη συντριπτική πλειονότητα των «προκαθημένων» της μουσικής βιομηχανίας απαρτίζουν λευκοί! Επομένως τα περιθώρια για την εμφάνιση νέων μουσικών ακουσμάτων ¬ προερχόμενων μάλιστα από μαύρους καλλιτέχνες ¬ ήταν συγκεκριμένα. Αλλά οι ράπερ δεν φαίνεται να πτοήθηκαν...
Μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία η μουσική ραπ θα κατορθώσει να εξαπλωθεί τόσο στη «μητέρα-πατρίδα» της, τις ΗΠΑ, όσο και στην ευρωπαϊκή ήπειρο και αλλού. Παρά το μποϊκοτάζ από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, τις καταδικαστικές κριτικές των ειδημόνων της μουσικής, αλλά και τα φαινόμενα βίας και μισογυνισμού που συνδέθηκαν με το νέο αυτό είδος της μουσικής, οι ράπερ θα μπορέσουν να κάνουν μια θεαματική είσοδο στον χώρο των πωλήσεων και των προτιμήσεων του κοινού. Καινούργια ονόματα θα εισβάλουν και θα προκαλέσουν τις εντυπώσεις: Master Ρ, Missy Elliott, DMX, Silkk the Shocker, C-Murder, Canibus, Timbaland & Magoo, Notorious BIG's 400lb... Ακολουθώντας το παράδειγμα των προηγούμενων ράπερ, οι «νεοσσοί» του χώρου θα διαγράψουν εντυπωσιακή τροχιά γύρω από την επιτυχία, οδηγώντας τη μουσική που πρεσβεύουν σε υψηλά ποσοστά πωλήσεων: το 15% των παγκόσμιων μουσικών πωλήσεων, ήτοι 2 δισ. δολάρια, θα συνδεθεί αποκλειστικά με τη μουσική ραπ και όλους τους φορείς της το έτος 1997! Και αυτό ήταν κάτι που ευθύς εξαρχής ενόχλησε ορισμένους...
Δεν ήταν τόσο το γεγονός της δόξας. Μολονότι αυτή κατευθύνει πολλάκις τις επιλογές των καλλιτεχνών και των υπολοίπων, οι οποίοι στέκονται πίσω από αυτούς, το μήλον της έριδος στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν... το ρευστό! Και μόνο το περίφημο άλμπουμ των Beastie Boys «Hello Nasty», το οποίο μέσα σε μίια εβδομάδα πούλησε περισσότερα από 700.000 αντίτυπα, ήταν αρκετό για να προκαλέσει την οργή των ανταγωνιστών της ραπ. Μάλιστα για να τεκμηριώσουν το... αντι-ραπ επιχείρημά τους έφεραν στο φως κάποιες «περίεργες» ιστορίες για μια μερίδα ραπ τραγουδιστών ¬ όχι βεβαίως αναληθείς, αλλά ωστόσο πολύ υποχθόνιες.
Η ιστορία του DMX, του οποίου το πραγματικό όνομα είναι Ερλ Σάιμονς, βγήκε στην επιφάνεια τον περασμένο μήνα. Κατηγορούμενος ως βιαστής μιας στριπτιζέζ, την οποία είχε γνωρίσει σε νυχτερινό κέντρο της Νέας Υόρκης, ο Σάιμονς δέχθηκε τις ριπές των επικριτών του. Οχι επειδή είχαν κάτι προσωπικό με τον ίδιο, αλλά έπρεπε να αποτελέσει τον αποδιοπομπαίο τράγο της ενοχλητικά ανερχόμενης ραπ μουσικής. Το ίδιο περίπου συνέβη και με τον Wu-Tang Clan's Ol' Dirty Bastard, η κλεπτομανία του οποίου φιγουράρισε εγκαίρως στις σελίδες του αμερικανικού Τύπου. Αφορμή στάθηκε το νομικό μέρος της υπόθεσης, ενώ πραγματική αιτία υπήρξε η προοδευτικά αυξανόμενη φήμη του.
Για να είμαστε ειλικρινείς, τα εν λόγω περιστατικά δεν είναι και τόσο... αθώα. Μπορεί να διαφωνεί κάποιος με τον τρόπο που πέρασαν στα ΜΜΕ καθώς και με το «παρασκήνιο» που κρύβεται πίσω τους, αλλά δεν γίνεται να τα δικαιολογήσει κιόλας. Μάλιστα, το γεγονός ότι στη μουσική βιομηχανία της ραπ έχουν διεισδύσει πλέον άτομα διαφορετικής προέλευσης και κοσμοθεωρίας, είναι πολύ πιθανό να κάνει πολλούς καχύποπτους. Οι περίφημοι «διανοούμενοι ράπερ» (Canibus), οι «πειραματιστές καλλιτέχνες» (The Lyricists Lounge), οι πολυδιαφημισμένοι «προικισμένοι εραστές» (Method Man, Maze), οι «κοινωνικοί ράπερ» (Wyclef Jean), όσο και οι «προσηλωμένοι στα πάρτι» (Busta Rhymes) είναι αυτοί που συνθέτουν το νέο σκηνικό της ραπ μουσικής και γεννούν τον προβληματισμό: «Τελικά, πόσο μπορούμε να μιλάμε για μια συγκεκριμένη ραπ μουσική;».
Κανένας ωστόσο δεν μπορεί να πει ότι η γλυκύτητα της μουσικής ραπ είναι ένα ασύστολο ψεύδος. Μεγάλοι καλλιτέχνες της μουσικής βιομηχανίας, οι οποίοι ανήκουν όμως σε άλλες μουσικές τροχιές, αναγνωρίζουν τόσο τη μελωδικότητα του ήχου όσο και τη διαφορετικότητα του στίχου των τραγουδιών ραπ. Και αν η εποχή των «φουσκωτών» τραγουδιστών της ραπ έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί (ως μοναδικό μοντέλο του είδους), ο ελκυστικός ήχος της ραπ μουσικής παραμένει ατόφιος. Ισως γι' αυτό εξακολουθεί να συγκινεί σημαντικό μέρος της νεολαίας.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑonline
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου