5 Ιουν 2009

Deep Purple: A Fire In The Sky

H κόντρα μεταξύ Deep Purple και Led Zeppelin ήταν θέμα «πρωτοσέλιδο» και έναυσμα ατελείωτων συζητήσεων.
Οι δεκαοκτώ μεγάλης διάρκειας στούντιο κυκλοφορίες, τα μνημειώδη ζωντανά ηχογραφημένα έργα τους, τα σημαίνοντα «παρακλάδια» του θεόρατου γενεαλογικού δέντρου (βλέπε Rainbow, Whitesnake κ.λπ.) και οι αμέτρητες, πικάντικες ιστορίες της rock ’n’ roll μυθολογίας που τους ακολουθούσε ανέκαθεν σε όλες τους τις μεταλλάξεις, δεν μοιάζουν ικανά ώστε να προσδιορίσουν το συνολικό απόβαρο των Deep Purple. Όσο για την αριστοτεχνική τους επιδεξιότητα που υπερτερούσε όλων των σύγχρονων συναδέλφων τους, ευτυχώς κατάφεραν να μην την αφήσουν να πνίξει το νόημα που δεν είναι άλλο από την τραγουδοποιία, στην οποία και έλαμψαν πολλάκις. Και τούτο γιατί η βρετανική μπάντα έθετε πρότυπα και αρχές σε κάθε της βήμα. Έδειχνε με το δάχτυλο τεντωμένο το μέλλον του Σκληρού Ήχου και με τον πήχυ ψηλά, έγραφε διαρκώς νέα κεφάλαια στην τριανταπεντάχρονη ιστορία του.
In rock…
Ήταν μικροσκοπική μα ψυχωμένη η rock πραγματικότητα της Ελλάδας των mid-’70s που προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια της. Διότι πέρα από όλα τα άλλα τα σημαντικά, είχε να ανακτήσει το συντομότερο δυνατό τα τεράστια κενά που δημιούργησε η Επταετία των συνταγματαρχών στην ενημέρωσή της για τη μουσική επανάσταση που βρισκόταν στο φόρτε της σε Ευρώπη και Αμερική.
Τότε λοιπόν, η κόντρα μεταξύ Deep Purple και Led Zeppelin ήταν θέμα «πρωτοσέλιδο» και έναυσμα ατελείωτων συζητήσεων! Διόλου παράλογο. Διότι αν οι Zeps έπαιξαν τα blues πιο σκληρά από κάθε άλλον έως τότε, οι Purple έφεραν εις γάμου κοινωνίαν το ατίθασα ηλεκτροδοτούμενο rock με τη διαχρονική φανφάρα της κλασικής μουσικής, πρώτοι και καλύτεροι! Βλέπεις αν και ομοϊδεάτες-συνοδοιπόροι, οι Moody Blues και οι Procol Harum ατίθασοι δεν υπήρξαν ποτέ.
Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως δεν ήταν μόνο η ακαδημαϊκή παιδεία αλλά και ο … παραμορφωμένος ήχο των πλήκτρων του Jon Lord υπεύθυνα γι’ αυτό το ιστορικό επίτευγμα. Για του λόγου το αληθές, εξίσου προικισμένοι συνοδοιπόροι του όπως ο Keith Emerson (The Nice), ο Mark Stein (Vanilla Fudge) και ο Vincent Crane (Atomic Rooster) ναι μεν άφησαν βαριά κληρονομιά πίσω τους, όμως οι μπάντες τους δεν κατάφεραν ποτέ να αποκτήσουν το συνολικό απόβαρο του βρετανικού κουιντέτου. Γιατί;
Πέρα φυσικά από τον παράγοντα τύχη που ορίζει συγκυριακά μα καίρια τις πορείες όλων μας, ο σπουδασμένος πληκτράς είχε για συνεργάτες εξαίρετους μουσικούς στην πολυετή και τρικυμιώδη πορεία του γκρουπ. Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω την επιχειρηματολογία μου από την περιβόητη περίοδο που η παγκόσμια μουσική κοινότητα θεωρεί ως κορυφαία, τη λεγόμενη Deep Purple Mk. II.
Εκεί ο Lord είχε πρώτα απ’ όλα δίπλα του τον Richie Blackmore για να τον βρει πολύ γρήγορα… μπροστά του! Και τούτο γιατί στην από κοινού συνειδητή απόφαση του γκρουπ να «αγριέψει» το ύφος του και να κερδίσει πρώτο τον τίτλο του πιο Εκκωφαντικού (σ.σ.: 117 decibel) Σχήματος του Κόσμου στo Guinness Book Of World Records, τον ήθελε ηγέτη με τους κιθαριστικούς του μανιερισμούς ως αιχμή του δόρατος. Τα πρωτόλεια, ανυπέρβλητα riffs του γεννούν συναδέλφους του έως και σήμερα. Να γιατί αυτός, μαζί με τον Jimmy Page και τον Tony Iommi, θεωρούνται πατέρες του hard & heavy rock.
Ο δεύτερος έγχορδος της παρέας τότε ήταν ο τετραπέρατος Roger Glover, ο οποίος πέρα από στιβαρότατος μπασίστας, συνέβαλε καίρια στα κοινά και ως συνθέτης, στιχουργός και κυρίως, ως παραγωγός και ενορχηστρωτής. Είχε και έναν άλλο σημαντικότατο ρόλο όμως, που θα ήταν άδικο να μην καταγράψω εδώ: αυτόν του «διαιτητή» ή, αν θέλετε, του καταλύτη, μεταξύ των υπερεγώ του Ian Gillan και του Blackmore! Διότι μην ξεχνάμε πως ήταν πάμπολλες οι φορές που αυτή η σολομώντεια στάση του απέτρεψε μια εσπευσμένη διάλυση του συγκροτήματος…
Ο Gillan ήταν άλλωστε η βιτρίνα της μπάντας. Ο δίμετρος δανδής με την κατάμαυρη, μακριά χαίτη, που έπιανε νότες ασύλληπτες για τραγουδιστή την εποχή εκείνη. Μονάχα ο Arthur Brown τον είχε προλάβει, όμως παίρνοντας τη σκυτάλη, ο Ian παγκοσμιοποίησε το ρόλο του υψίφωνου στο hard rock-heavy metal μια για πάντα. Τέλος, στα μετόπισθεν είχαμε τον άλλο Ian με επώνυμο Paice. Ο Θεός του ρυθμικού υπόβαθρου! Αυτός που παρέα με τον John Bonham, έθεσε στα ’70s τα πρότυπα του τυμπανιστή στον σκληρό ήχο και ως εκ τούτου, ποζάριζε διαρκώς στην κορυφή των δημοψηφισμάτων στα ανά την υφήλιο εξειδικευμένα μουσικά έντυπα. «Η πιο γρήγορη μπότα της Δύσης», «οι πιο ευλύγιστοι καρποί του rock ιδιώματος»…
Όμως ήρθε η ώρα να πάμε τώρα στο πριν και στο μετά του φαινομένου, αφού και στις δύο περιπτώσεις οι Deep Purple έχουν γράψει ιστορία γεμίζοντας γήπεδα και αρένες, ηχογραφώντας από αξιοπρεπή έως και περιώνυμα άλμπουμ.
Who do we think we are?
Το κλασικότροπο ξεκίνημά τους ήταν κατά βάση όραμα προσωπικό του Lord. H περίοδος Mk. I (όπως και η σύστασή τους αυτή καθαυτή) προέκυψε από τη συμμετοχή των Nick Simpler (μπάσο), Rod Evans (φωνητικά), Blackmore & Lord ως session band του ντράμερ των Searchers εν ονόματι Chris Curtis, περιοδεύοντας στη Σκανδιναβία. Αυτομολώντας και με την προσθήκη του Paice στο σχήμα, οι επονομαζόμενοι Deep Purple ηχογραφούν το Shades Of Deep Purple (1968) που εμπεριέχει τη διασκευή στο Hush του Joe South που σκαρφαλώνει μεμιάς στο Νο 4 των αμερικανικών charts. Τα Book Of Taliesyn (1969) και Deep Purple (1969) που ακολούθησαν επέμεναν στη συνταγή «παίζω σκληρά pop επιτυχίες της εποχής» ala Vanilla Fudge, όμως τα σημεία των καιρών τούς ώθησαν στην αντικατάσταση των Simpler και Evans με τους Glover και Gillan από τους Episode Six. Το Concerto For Group And Orchestra (1970) έπαιξε τον πολύτιμο ρόλο της Υψηλής Γέφυρας για τη σημαίνουσα μετάλλαξη του συνόλου, αποτυπώνοντας ζωντανά (studio-live) το τέλος της εποχής του Λόρδου και την απαρχή εκείνης του Ριχάρδου με την οποία ξεκίνησε συνειδητά το αφιέρωμα αυτό. Τα Deep Purple In Rock (1970), Fireball (1971), Machine Head (1972) και Who Do You Think We Are! (1973) δεν χρειάζονται συστάσεις, αφού καθόριζαν το νέο, επιθετικότατο πρόσωπο της μπάντας και όπως άλλωστε απέδειξε περίτρανα ο χρόνος, ο μέγας κριτής των πάντων, αποτελούν σημεία αναφοράς του ιδιώματος!
Το χρονικό διάστημα που ορίζουν οι περίοδοι Mk. III & Mk. IV μπορεί να βαπτιστεί με μία και μόνο λέξη, επαρκώς: funk! Όχι πως εδώ εξέλειψε ο αιχμηρός τους ήχος• τουναντίον μάλιστα. Κύριος υπεύθυνος για τούτη τη μετάλλαξη όμως ήταν ο τότε επηρμένος και ανέκαθεν χαρισματικός Glenn Hughes από τους Trapeze. Με μια έκταση αντάξια (αν όχι ισάξια) του Gillan και απίστευτο groove στο τετράχορδο μπάσο, κράτησε κοντά τους βαμμένους οπαδούς των αποχωρούντων αφήνοντας στον βαρύτονο και αισθησιακό David Coverdale το ρόλο του μπροστάρη που έπρεπε να προσηλυτίσει κι άλλους. Και κείνος τα κατάφερε μια χαρά. Τα Burn (1974) και Stormbringer (1974) έκαναν στάχτη κάθε προκατάληψη, όμως ο Richie είχε άλλα στο νου του πλέον και σύντομα τούς γύρισε την πλάτη. Η funk αισθητική των τραγουδιών έφτασε στο ζενίθ της με την αντικατάστασή του από τον Tommy Bolin, και το Come Taste The Band (1975) θεωρείται πλέον ένα από τα προτεινόμενα έργα του γκρουπ. Ο εθισμός του τελευταίου στα ναρκωτικά δεν ήταν ο μόνος λόγος της οκτάχρονης απουσίας των Purple. Απλά είχε έρθει η στιγμή που όλοι ανεξαιρέτως ήθελαν ένα νέο όχημα για τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες…
Mk. V ονομάζουμε τον επαναπροσδιορισμό και την ανασυγκρότηση της σύνθεσης Mk. II που συνέβη το 1984. Το Perfect Strangers (1984) τούς επανένταξε στις αρένες του κόσμου και όλα έδειχναν πως με τον Blackmore στο τιμόνι παμψηφεί, το μέλλον διαγραφόταν φωτεινό. Όμως το House Of The Blue Light (1988) δεν πούλησε τα αναμενόμενα, οι προστριβές μεταξύ Gillan και Blackmore ήταν και πάλι έντονες και ο Joe Lynn Turner (Mk. VI) βρέθηκε να τραγουδά στο για πολλούς αμφιλεγόμενο Slaves Αnd Masters (1990) το οποίο προσωπικά θεωρώ αξιολογότατο. Αντιθέτως, η τελευταία προσπάθεια (Mk. VII) των δύο «μονομάχων» να συνυπάρξουν στο μετριότατο The Battle Rages On (1993) δεν απέδωσε γόνιμους καρπούς και το διαζύγιο καλά κρατεί έως και στις μέρες μας.
Η λύση βρέθηκε το 1995 στο πρόσωπο του (ex-Dixie Dregs) Αμερικανού Steve Morse (Mk. VIII), που πλέον αποτελεί τον μακροβιότερο κιθαρίστα του κουιντέτου! Ξεκινώντας εντυπωσιακά με το αξιομνημόνευτο Perpendicular (1996), οι Deep Purple ανέπτυξαν μαζί του μια νέα, ακόμη πιο τεχνοκρατική θέση στο σύγχρονο υπερκορεσμένο σκηνικό, κρατώντας το μύθο τους ζωντανό. Το απρόσωπο Abandon (1998) αποτελεί τη μοναδική εξαίρεση στη νέα ρότα τους έως τώρα.
Τελευταία από τις αμέτρητες αλλαγές του line-up ήταν η αρχοντική αποχώρηση του Lord τον Σεπτέμβρη του 2002 και η αντικατάστασή του από τον τεράστιο Don Airey (ex- Rainbow, Ozzy Osbourne, Gary Moore κ.ά.). Τα Bananas (2003) & Rapture Of The Deep (2005) απέδειξαν περίτρανα πως το πείραμα πέτυχε και απομένει να δούμε τι μας ετοιμάζουν οι βετεράνοι, αφού σύμφωνα με τον Gillan φέτος το καλοκαίρι μπαίνουν στο στούντιο. Παράλληλα, θα δώσουν για μια ακόμα φορά το παρόν στη χώρα μας, καθώς έχουν ήδη προγραμματιστεί δυο συναυλίες σε Αθήνα (Terra Vibe Park) και Θεσσαλονίκη (Μονή Λαζαριστών) στις 22 και 23 Ιουλίου αντίστοιχα.
HOW TO BUY
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ
Machine Head (Warner 1972)

Δεν είναι μονάχα το θεμελιώδες riff του Smoke on the water που κάνει τούτο το πόνημα του κουιντέτου ανυπέρβλητο. Είναι εκείνη η σπάνια, μαγική «χημεία» μεταξύ φίλων που για τριανταοκτώ λεπτά της ώρας ενώνουν τις προσδοκίες τους και γίνεται το Θαύμα. Από το εκρηξιγενές Highway star έως και το πρόστυχο Space tracking τη νιώθεις παντού. Σιωπάς και ακούς.
Made In Japan (Warner-1972)
Αποτελεί αξίωμα πλέον πως όταν μια μπάντα είναι επί σκηνής καλύτερη από ό,τι στους δίσκους της, «μετρά» υπέρ το δέον! Άρα όταν εν προκειμένω η μπάντα καταθέτει ένα από τα σημαντικότερα live άλμπουμ της rock ’n’ roll εποποιίας (που μοιάζει παράλληλα με best of), αναλογικά ανήκει στο πάνθεον! Σημειωτέον: η ζημιά που έκανε τότε η παρέα των πέντε στους ανά τον κόσμο συναδέλφους της κρίνεται ανεπανόρθωτη.
Burn (Warner 1974)
Από την πρώτη κιόλας στιγμή που ακούμπησε η βελόνα στη μαύρη περιστρεφόμενη επιφάνεια του εκκωφαντικού Burn τον Φεβρουάριο του ’74, οι φόβοι μας για το αναντικατάστατο των Gillan-Glover τράπηκαν σε άτακτη υποχώρηση. Με την ολοκλήρωση δε της ακρόασης του βαρβάτου δίσκου, μιλούσαμε απλά για μια από τις καλύτερες μεταγραφές στην ιστορία της rock: αυτή του σεξιστικού διδύμου των Coverdale-Hughes. Λάγνο έπος.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ
Deep Purple In Rock (Warner 1970)

Αποτελεί ατόπημα να θεωρούμε το σκοτεινό Black Sabbath ως βασική απαρχή του heavy metal όταν υπάρχει τούτο εδώ το Ξέσπασμα Οργής ως σύγχρονό του. Έχοντας κάνει τα χατίρια του αξιότιμου Jon τέσσερα συναπτά έτη με απόγειο το Concerto… που προηγήθηκε, οι Purple δείχνουν εδώ τα δόντια τους με τον προαναφερθέντα μάλιστα να πρωτοστατεί στις νέες τους περιπέτειες! Τα δέκα και κάτι λεπτά του Child in time άλλωστε αρκούν για να πείσουν και τους πλέον δύσπιστους…
Come Taste the Band (Warner 1975)
Ένα και μοναδικό studio άλμπουμ κυκλοφόρησε το γκρουπ με τον αισθησιακό Bolin. Αυτό. Παρ’ όλα αυτά ο άτιμος πρόλαβε και «ζωγράφισε» εδώ με έντονα χρώματα τις ανησυχίες του, καταφέρνοντας συγχρόνως να αφομοιωθεί απόλυτα με το όραμα των «αφεντικών» του. Το συνολικό αποτέλεσμα τούτης της απρόσμενης παντρειάς αποτελεί έναν από τους πιο πλούσιους και ισορροπημένους δίσκους των Βρετανών, όπως και ο ίδιος Jon μού ομολόγησε το 2004.
Perpendicular (BMG 1996)
«O Morse με τους Purple»; Τρομακτικό ακουγόταν στους περισσότερους και στη συντριπτική πλειονότητά τους οι σκεπτικιστές παραμένουν έως και σήμερα μουδιασμένοι. Όμως το ντεμπούτο του με τα είδωλα της νιότης του στέκει εν τέλει περήφανο ως δείγμα αριστοτεχνικής γραφής και πετυχημένου πειράματος που απέφερε μάλιστα (για αρκετούς από εμάς) ένα νέο εργαλείο γραφής στο χάρτη του σκληρού ήχου.
ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗ
The Battle Rages On (R.C.A. 1992)
«Με το ζόρι παντρειά δεν γίνεται» λέει η σοφή παροιμία. Και εδώ ήταν γνωστό σε όλους πως η σύμπραξη των δύο αιωνίων είχε ως μοναδικό σκοπό να κλείσει τρύπες οικονομικής φύσεως εκατέρωθεν. Άμα ξεκινάς έτσι λοιπόν, το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο και απλά από κεκτημένη ταχύτητα, σου βγαίνουν δώθε-κείθε και κάποιες στιγμές έκλαμψης όπως είναι εδώ το Anya.
Abandon (EMI 1998)
Κάτω από το μικροσκόπιο το Abandon μοιάζει τόσο καλοστημένο και σωστό. Οι συμβαλλόμενοι βετεράνοι άλλωστε μετρούν πολλά παράσημα στο πέτο… Παραγωγή άψογη, δομές έως και ευφυείς. Τότε τι τρέχει με το Abandon και κανείς σε τούτο το μεγάλο χωριό του rock ’n’ roll δεν γνωρίζει την ύπαρξή του πέραν των βαμμένων οπαδών; Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά και δείχνει τον ουρανό, από όπου λένε πως προέρχεται η έμπνευση.
Come Hell or High Water (Arista 1994)
Όπως όταν υπάρχει «χημεία» ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας γίνονται θαύματα, αντιστοίχως όταν υπάρχει «ασχήμια» στον αέρα γίνονται έκτροπα. Είναι ντροπή και άστοχο να δημοσιοποιούνται τέτοιου είδους ατυχείς στιγμές όπως αυτή η βεβιασμένη περιοδεία του κουιντέτου το 1993. Και πόσο μάλλον όταν αυτοί οι ίδιοι κουβαλάνε στο βιογραφικό τους μερικά από τα κορυφαία live άλμπουμ της ηλεκτροδοτούμενης μουσικής…

πηγή:pop+rock

Δεν υπάρχουν σχόλια: